-
1 οἰνο-χοέω
οἰνο-χοέω, Mundschenk sein, Wein einschenken; δαιτρεῠσαί τε καὶ ὀπτῆσαι καὶ οἰνοχοῆσαι, Od. 15, 322; ἐῳνοχόει, 20, 255; νέκταρ ἐῳνοχόει, Il. 4, 3; aber οἰνοχόει lies't Bekker für ᾠνοχόει Il. 1, 598; Xen. Cyr. 1, 3, 8; τινί, Pol. 14, 11, 2; Sp.
-
2 παρ-οινο-χοέω
παρ-οινο-χοέω, dabei Wein einschenken. παροινοχόει δαινυμένοισι μέϑυ λαρόν, Qu. Sm. 4, 279.
-
3 δι-οινο-χοέω
δι-οινο-χοέω, durch den Mundschenk vertheilen, Ath. IV, 153 c, im pass.
-
4 ἐν-οινο-χοέω
ἐν-οινο-χοέω, Wein einschenken, οἶνον Od. 3, 472.
-
5 οἰνοχοέω
οἰνο-χοέω, Mundschenk sein, Wein einschenken -
6 διοινοχοέω
-
7 ἐνοινοχοέω
-
8 παροινοχοέω
Перевод: с греческого на немецкий
с немецкого на греческий- С немецкого на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский