-
1 έργος
ο см. έργο[ν] -
2 πρός-εργος
πρός-εργος, zur Arbeit gehörig, ἄτρακτος, Leon. Tar. 8 (VI, 288).
-
3 περί-εργος
περί-εργος, 1) sorgfältig um eine Arbeit oder ein Geschäft herum, sorgfältig, bes. aber mit übertriebener, kleinlicher Sorgfalt arbeitend; γραμματικῶν γένη, Antiphan. 5 (XI, 322); unnütz, ohne Noth Etwas thuend, ἡγήσονται περιέργους ὑπὲρ ὑμῶν τειρομένους, Lys. 12, 35; δείσας, μὴ περίεργα ἅμα μακρὰ λέγοιμεν, Plat. Polit. 286 c; φασὶ τὰς τεσσαράκονϑ' ἡμέρας ἐν αἷς ὑμῖν ἔξεστι βουλεύεσϑαι, περίεργον εἶναι, die seien eine unnöthige Sorgfalt, überflüssig, Andoc. 3, 33; vgl. Is. 1, 31; Isocr. 1, 27. 4, 7 u. 33 (wo die v. l. πάρεργον), in welchen Stellen man auch ein subst. τὸ περίεργον annehmen könnte. Auch = neugierig, περίεργα βλέπειν, Strat. 17 (XII, 175). – 2) mit übertriebener Sorgfalt gemacht, bes. mit Zierath überladen, verkünstelt; τὸ τῆς κόμης περίεργον, Luc. Nigr. 13; τράπεζαι, 15; π. ἀναιδέσι φαρμάκοις ζωγράφημα, Plut. de adul. et am. discr. 32; auch vom Ausdrucke, Sp.; δύναμιν αὐτἡν καλοῦμεν οὐ κατὰ τὸ περίεργον, ἀλλ' ἁπλῶς κατὰ τὸ δύνασϑαι, S. Emp. pyrrh. 1, 9.
-
4 παντο-εργός
παντο-εργός, Alles thuend, vollendend, Stob. ecl. phys. 1, 3 aus Philol.
-
5 πνευματο-εργός
πνευματο-εργός, den Geist hervorbringend, Synes.
-
6 ποικιλο-εργός
ποικιλο-εργός, mit bunter, mannichfaltiger Arbeit, Paul. Sil. ecphr. 376 ambo 262.
-
7 πολύ-εργος
πολύ-εργος, von vieler Arbeit, viel arbeitend, mühsam, Theocr. 25, 27. – Auch worauf viel Arbeit verwendet ist, Sp.
-
8 πάρ-εργος
-
9 συν-εργός
συν-εργός, mitarbeitend, helfend, als subst. der Mitarbeiter, Gehülfe; καλέσαντο συνεργὸν τείχεος, Pind. Ol. 8, 32; ξυνεργὸς ἀδίκων ἔργων, Eur. Hipp. 626; ϑρήνοις ἐμοῖς, Hel. 1119; Ar. Equ. 586; Thuc. 8, 92; Andoc. 1, 15; τούτου τοῦ κτήματος τῇ ἀνϑρωπείᾳ φύσει συνεργὸν ἀμείνω Ἕρωτος οὐκ ἄν τις ῥᾳδίως λάβοι, Plat. Conv. 212 b; μὴ χρῆσϑαι τούτοις συνεργοῖς, Legg. VII, 811 e, u. öfter, wie Xen., πῦρ συνεργὸν πρὸς τέχνην Mem. 4, 3, 7; ὁ τούτου σ., Dem. 19, 144; κεχρημένος αὐτῷ συνεργῷ πρὸς πολλά, Pol. 23, 2, 4, u. öfter. – Auch = dieselbe Arbeit wie ein Anderer betreibend, Kunstgenosse, Mitkünstler, in welcher Bdtg Einige σύνεργος betonen, vgl. Bast epist. crit. p. 208.
-
10 σκοτο-εργός
σκοτο-εργός, im Finstern, Verborgenen arbeitend, Man. 1, 81.
-
11 σορο-εργός
σορο-εργός, Särge machend, σοροεργὰ τέχνης καινίσματ' ἔχοντες Maneth. 4, 191.
-
12 ταχύ-εργος
ταχύ-εργος, schnell arbeitend, rasch vollendend, Sp. – Auch unbeständig, wankelmüthig, App. B. C. 2, 120.
-
13 ταλα-εργός
ταλα-εργός, Arbeit ertragend, ausdauernd beim Werk od. bei der Arbeit; ἡμίονος, Il. 23, 654. 661 Od. 4, 636. 21, 23; Hes. u. sp. D., wie αὐχὴν ταύρων Mosch. ep. (Plan. 200). Bei Theocr. 13, 19 auch vom Herakles, der Viel ausgehalten, gearbeitet hat; πόνος, mühsam, Opp. Hal. 5, 20.
-
14 φυτο-εργός
φυτο-εργός, = φυτουργός, D. Per. 997.
-
15 φύγ-εργος
φύγ-εργος, die Arbeit fliehend, scheuend, Ar. frg. in E. M.
-
16 φιλ-εργός
-
17 φιλο-εργός
φιλο-εργός oder φιλόεργος, arbeitliebend, arbeitsam; κερκίς Ep. ad. 116, 6 (VI, 48); Antp. Sid. 89 (VII, 423), u. öfter in der Anth.
-
18 φθορο-εργός
φθορο-εργός, = φϑοροποιός, Sp.
-
19 χρῡσ-εργός
χρῡσ-εργός, Gold machend, Πακτωλοῦ ποτά Lycophr. 1352.
-
20 χαρι-εργός
χαρι-εργός, sich an Künsten od. Handwerken freuend, Beiw. der Athene, als Beschützerinn der Künstler u. Handwerker, Leon. Tar. 4 (VI, 205), also wie ἐργάνη.
См. также в других словарях:
συνεργός — ή, ό / συνεργός, όν, ΝΜΑ, και σύνεργος Α ως ουσ. ο συμμέτοχος σε αδίκημα, αυτός που βοηθάει κάποιον με πράξη βοηθητική στην προπαρασκευή ή στην τέλεση αδικήματος (α. «συνεργός σε φόνο» β. «τοῑς ἀδικοῡσιν ἄλλους ξυνεργοὶ κατέστητε», Θουκ.) νεοελλ … Dictionary of Greek
φίλεργος — η, ο / φίλεργος, ον, ΝΑ, και φιλεργός και φιλοεργός και φιλόεργος και αττ. τ. φιλοῡργος Α αυτός που αγαπά την εργασία, φιλόπονος, εργατικός αρχ. (το ουδ. στον τ. φιλεργός ως ουσ.) τὸ φιλεργόν η φιλεργία. επίρρ... φιλέργως ΝΜΑ, και φιλεργῶς Α με… … Dictionary of Greek
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
ετωσιοεργός — ἐτωσιοεργός, όν (Α) αυτός που εργάζεται μάταια, άσκοπα ή νωθρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετώσιος «μάταιος» + εργος (< έργο), πρβλ. αγαθο εργός, εν εργός] … Dictionary of Greek
ευξυλοεργός — εὐξυλοεργός, όν (Α) ο επιτήδειος στην κατεργασία τού ξύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ξυλο εργός (< ξύλον + εργός < έργον), πρβλ. αγαθο εργός] … Dictionary of Greek
ηλιτοεργός — ἠλιτοεργός, ov (Α) αυτός που δεν πέτυχε τον σκοπό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιτο (βλ. λ. ηλιτόμηνος) + εργος (< έργον), πρβλ. ά εργος, άν εργος] … Dictionary of Greek
ημίεργος — ἡμίεργος, ον (Α) ημιέργαστος, ημιτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + εργος (< έργον), πρβλ. ά εργος, περί εργος] … Dictionary of Greek
θεουργός — ό (AM θεουργός, όν) νεοελλ. αυτός που με μαγικά τεχνάσματα κάνει υπερφυσικές πράξεις μσν. αρχ. αυτός που κάνει θεία έργα («ἡ θεουργός ἐνέργεια») αρχ. το αρσ. ως ουσ. ο θεουργός ο ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + εργος (< έργον), πρβλ. αγαθο εργός … Dictionary of Greek
θρασυεργός — θρασυεργός, όν (Α) αυτός που ενεργεί με θάρρος, ο τολμηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + εργός (< έργον), πρβλ. αμπελο εργός, ξυλο εργός] … Dictionary of Greek
ιξοεργός — ἰξοεργός, όν (Α) αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με ιξόβεργα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + εργός (< ἔργον), πρβλ. σκοτο εργός φυτο εργός] … Dictionary of Greek
κάτεργος — ο (AM κάτεργος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. α) το κάτεργο i) (παλαιότερα) αχρηστευμένο και ελλιμενισμένο πλοίο, το οποίο χρησίμευε ως φυλακή καταδίκων ii) κάθε πολεμικό πλοίο, γαλέρα και γενικὼς μεγάλο πλοίο β) φρ. i) «καταδίκη σε κάτεργα» βαριά… … Dictionary of Greek