-
1 συν-εργητικός
συν-εργητικός, ή, όν, mit arbeitend, behülflich, M. Ant. 6, 42.
-
2 ἐν-εργητικός
ἐν-εργητικός, ή, όν, wirksam, kräftig, Sp.; ἡ ἐνεργητικὴ ἡ περὶ τὰς πολεμικὰς καὶ πολιτικὰς πράξεις, = ἐνέργεια, Pol. 12, 28, 6; ῥήματα, verba activa, D. Hal. u. Gramm.; auch ἐνεργητικῶς, active.
-
3 ἐνεργητικός
ἐν-εργητικός, ή, όν, wirksam, kräftig; ῥήματα, verba activa -
4 συνεργητικός
συν-εργητικός, ή, όν, mit arbeitend, behilflich
Перевод: со всех языков на немецкий
с немецкого на все языки- С немецкого на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский