-
1 ενεπισκηπτομαι
См. также в других словарях:
επισκήπτω — ἐπισκήπτω (AM) 1. (κυρίως για κάποιο κακό) ρίχνω, κάνω κάτι να πέσει («ἐπεὶ δὲ τὸ πρᾱγμα δεῡρ’ ἐπέσκηψεν τόδε», Αισχ.) 2. ρίχνω σε κάποιον την υποχρέωση για κάτι, ορίζω να κάνει ή να υποστεί κάτι («Μοῑρ’... ἐπέσκηψε δὲ Πέρσαις πολέμους», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
προεπισκήπτομαι — Α υποβάλλω πρώτος επίσκηψιν*, αρχίζω πρώτος τη διαδικασία τής καταγγελίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐπισκήπτομαι «καταγγέλλω»] … Dictionary of Greek