Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἐν-αργῶς

См. также в других словарях:

  • Ἀργῶς — Ἀργώ Argo fem acc pl Ἀργώ Argo fem nom/voc pl (doric aeolic) Ἀργώ Argo fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργῶς — ἀργός 1 shining adverbial ἀ̱ργῶς , ἀργός 2 not working the ground adverbial ἀ̱ργῶς , ἀργός 2 not working the ground adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠργώς — ἀργώς , ἀργός 1 shining masc acc pl (doric) ἀ̱ργώς , ἀργός 2 not working the ground masc acc pl (doric) ἀ̱ργώς , ἀργός 2 not working the ground masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • косно — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (греч. ἀργῶς) медленно …   Словарь церковнославянского языка

  • άγνιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Πατέρας του Τίφυα, κυβερνήτη της Αργώς, που πέθανε κατά τη διάρκεια του πλου στη χώρα των Μαριανδυνών του Πόντου. * * * ἄγνιος, ον (Α) ο ἄγνινος* …   Dictionary of Greek

  • σήραγγος — Με το όνομα αυτό αναφέρεται μυθολογικός ήρωας στον αρχαίο Πειραιά, ο οποίος κατοικούσε σε φυσικό άνοιγμα σαν σπηλιά, στην περιοχή της Μουνιχίας (Σηράγγιον). Ο Σ. σχετίζεται με κάποια δύναμη, η οποία παρουσιαζόταν σε διάφορα μέρη και έπαιρνε το… …   Dictionary of Greek

  • Ναυπακτία έπη — Ποίημα, που αποδίδεται από τον λογογράφο Χάροντα, στον Καρκίνο από την Ναύπακτο. Άλλοι, ωστόσο, το αποδίδουν στον Μιλήσιο Νεοπτόλεμο. Είναι πιθανόν ο τίτλος του να μην προέρχεται από τη λέξη Ναύπακτος, αλλά από τη ναυπηγία της Αργώς (ναυν… …   Dictionary of Greek

  • αργοναύτης — ο συνήθως στον πληθ. αργοναύτες οι μυθικοί ήρωες που αποτελούσαν το πλήρωμα της «Αργώς» και με αρχηγό τον Ιάσονα πήγαν στην Κολχίδα για ν αρπάξουν το χρυσόμαλλο δέρμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ВСЕНОЩНОЕ БДЕНИЕ — [церковнослав. ; греч. ἀγρυπνία, παννυχίς; лат. vigilia], в широком смысле слова аскетическая практика, состоящая в отказе от сна и продолжительном молитвословии в ночное время суток; в богослужении правосл. Церкви особый комплекс служб суточного …   Православная энциклопедия

  • ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»