Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἐν-απ-ομόργνυμαι

См. также в других словарях:

  • ενομόργνυμαι — ἐνομόργνυμαι (Α) [ομόργνυμαι] 1. σκουπίζω, σφογγίζω 2. εντυπώνω, αποτυπώνω, χαράσσω επάνω …   Dictionary of Greek

  • προσομόργνυμι — Α (κυρίως το μέσ.) προσομόργνυμαι μεταδίδω κάτι σε κάποιον με προστριβή, τού προσάπτω, τού προσκολλώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὀμόργνυμαι «σφουγγίζω, σκουπίζω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»