-
1 εἰς-ομόργνυμαι
εἰς-ομόργνυμαι, hinein-, abdrücken, Chaerem. bei Ath. XIII, 608 c εἰς ὑφάσματα εἴδωλον.
-
2 ἐν-απ-ομόργνυμαι
ἐν-απ-ομόργνυμαι (s. ὀμόργνυμι), darin abwischen, abdrücken, Porphyr. Stob. ecl. 1, 52, u. med.
-
3 εἰςομόργνυμαι
εἰς-ομόργνυμαι, hinein-, abdrücken -
4 ἐναπομόργνυμαι
ἐν-απ-ομόργνυμαι, darin abwischen, abdrücken
См. также в других словарях:
ενομόργνυμαι — ἐνομόργνυμαι (Α) [ομόργνυμαι] 1. σκουπίζω, σφογγίζω 2. εντυπώνω, αποτυπώνω, χαράσσω επάνω … Dictionary of Greek
προσομόργνυμι — Α (κυρίως το μέσ.) προσομόργνυμαι μεταδίδω κάτι σε κάποιον με προστριβή, τού προσάπτω, τού προσκολλώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὀμόργνυμαι «σφουγγίζω, σκουπίζω»] … Dictionary of Greek