-
1 ἀριθμός
ἀριθμός (ἄρω, ἀρϑμός), ὁ, 1) das Aneinandergefügte, Menge, Zahl, Od. 4, 451 λέκτο δ' ἀριϑμόν, 16, 246 εἴσεαι ἀριϑμόν, 11, 449 μετ' ἀνδρῶν ἵζει ἀριϑμῷ; – Soph. Ai. 1165; in Prosa sehr gew., πολλοὶἀριϑμῷ, viel an Zahl, Her. 3, 6; οὐδὲ ἓν ἀριϑμῷ 3, 6; πλείους τὸν ἀριϑμόν Plat. Conv. 190 d; Xen. Hell. 3, 4, 13; Arist. oft, rhet. ad Alex. 1 τοσαῠτα ἀριϑμῷ; ib. 2 ἑπτὰ τὸν ἀριϑμόν; κατ' ἀριϑμόν, ἐς ἀριϑμόν Her. 7, 60. 97; das Zahlensystem, Plat. Gorg. 147 e; die Zahlenkunst, καὶ λογισμός Phaedr. 274 c; Maaß, σώματος Legg. II, 668 d; ὁδοῠ Xen. An. 2, 2, 6. – 2) Zählung, ἀριϑμὸν ποιέεσϑαι τῆς στρατιῆς Her. 7, 59; τῶν νεῶν 8, 7; ποιεῖν, Zählung, Musterung halten, Xen. An. 1, 2, 9. 7, 1, 7; τὸν ἀριϑμὸν λαμβάνειν Timocl. com. Ath. VII, 245 b; ἐς ἀριϑμὸν ἐλϑεῖν, sich zählen lassen, Thuc. 2, 72; ἐν ἀριϑμῷ εἶναι, mitgezählt werden, d. i. in Achtung stehen, u. häufiger ἐν οὐδενὶ ἀριϑμῷεἶναι, unbeachtet, verachtet sein, Sp.; ἔσχατοι εἰς τὸν ἀριϑμόν Men. bei Stob. fl. 121, 11; οὔτ' ἐν λόγῳ οὔμ' ἐν ἀριϑμῷ orac. bei Schol. Theocr. 14, 48; vgl. Callim. 9 (V, 6). – 3) Vollzähligkeit, ἅπαντας τοὺς ἀριϑμοὺς περιλαβών, in jeder Hinsicht alles umfassend, Isocr. 11, 16; ὁ πᾶς ἀρ., die Gesammtsumme, Thuc. 2, 7; πάντες ἀριϑμοὶ τοῠ καϑήκοντος, der Inbegriff aller Pflichten, M. Anton. 3, 1. – 4) Zahl, im Ggstz des inneren Gehaltes, ταῠτ' οὐκ ἀριϑμός ἐστι λόγων, ἀλλ' ἔργα δεινά, nicht leere Worte, Soph. O. C. 383; vgl. Eur. Tr. 476 Bacch. 209; Ion. 1014 οὐκ ἀριϑμὸν ἄλλως, ἀλλ' ὑπερτάτους Φρυγῶν; dah. auch ein Mensch ohne Werth so heißt, Ar. Nubb. 1204, eine Null; vgl. Hor. Ep. 1, 2, 27 nos numerus sumus.
-
2 ἀριθμός
-
3 αριθμός
I.οNummer fII.οZahl fIII.ο σπιτιούHausnummer f -
4 αριθμός τηλεφώνου
οTelefonnummer f -
5 πεντ-άριθμος
πεντ-άριθμος, fünfzahlig, zw.
-
6 πολυ-άριθμος
πολυ-άριθμος, zahlreich, vielfach, D. Sic.
-
7 συν-άριθμος
συν-άριθμος, mitgezählt, mit zu einer Zahl gehörig. – Von gleicher Zahl, Sp.
-
8 τρις-αν-άριθμος
τρις-αν-άριθμος, dreimal, ganz unzählbar, Orak. bei Rutgers var. lect. 5, 8.
-
9 τρις-άριθμος
τρις-άριθμος, dreimal gezählt, εἰκάς, Luc. Alex. 11.
-
10 τοσουτ-άριθμος
τοσουτ-άριθμος, von so großer Zahl, Aesch. Pers. 424, πλῆϑος.
-
11 τοσ-άριθμος
τοσ-άριθμος, so groß an Zahl, Schol. Il. 2, 488.
-
12 εὐ-άριθμος
εὐ-άριθμος, dasselbe, erst sehr Sp.
-
13 εἰκοσ-άριθμος
εἰκοσ-άριθμος, zwanzig an Zahl, E. M.
-
14 δω-δεκ-άριθμος
δω-δεκ-άριθμος, zwölf an der Zahl, poet, δυωδ., Nonn.
-
15 ἀ-πειρ-άριθμος
ἀ-πειρ-άριθμος, unzählig, Sp.
-
16 ἀντ-άριθμος
ἀντ-άριθμος, an Zahl gleich, Herm. Conj, Eur. Hec. 1155.
-
17 ἀν-ισ-άριθμος
ἀν-ισ-άριθμος, von ungleicher Zahl, Xen. ep. 3.
-
18 ἀν-άριθμος
ἀν-άριθμος, 1) zahllos, unzählig, ἄνδρες Pind. I. 4, 56; πλῆϑος Aesch. Pers. 40; πήματα, πόλις, Soph. O. R. 168. 179; ϑρήνων, nicht Maaß haltend im Klagen, El. 225. Bei Xen. Cyr. 7, 4, 17 hat ein guter cod. ἀναρίϑμητος, s. auch ἀνήριϑμος. – 2) nicht gezählt, nichtberüchsichtigt, nicht geachtet, s. Erkl. zu Soph. Ai. 597.
-
19 ὁμο-άριθμος
ὁμο-άριθμος, von derselben Zahl (?).
-
20 ἐν-άριθμος
ἐν-άριθμος, dasselbe; ἐν προμάχοις, daruntergezählt, Simm. securis (XV, 22); ἡμιϑέοις Orph. Arg. 107; – in Anschlag gebracht, geachtet, καὶ ἐλλόγιμος Plat. Phil. 17 e, vgl. Soph. 258 c.
См. также в других словарях:
ἁριθμός — ἀριθμός , ἀριθμός number masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριθμός — number masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… … Dictionary of Greek
αριθμός — ο 1. νούμερο, πλήθος από ομοειδείς μονάδες και το ποσό που προκύπτει από τη μέτρησή τους: «τρεις άνθρωποι», «πέντε κιλά» κτλ. 2. το σύμβολο με το οποίο παρασταίνεται το πλήθος των μονάδων: Το 1, 2, 3, 4 κτλ. είναι αριθμοί. 3. το είδος των μονάδων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυϊκός αριθμός — Αριθμός που υπήρχε σε διάφορες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες για να δηλώνεται ζεύγος αντικειμένων. Ο δ.α. χρησιμοποιείται έως σήμερα στην αραβική γλώσσα. Βλ. λ. κλίση … Dictionary of Greek
δεκαδικός αριθμός — Κάθε ρητός αριθμός ρ που γράφεται με τη μορφή: όπου α ακέραιος και Ψν | ν = 1, 2, … κ, ψηφία. Τα Ψν | ν = 1, 2, … κ ονομάζονται δεκαδικά ψηφία και ο αριθμός α ακέραιο μέρος του αριθμού. Ως δ.α. μπορούν να παρασταθούν μόνο οι ρητοί που η… … Dictionary of Greek
άρρητος αριθμός — Η έννοια του ά.α. σχηματίζεται από την έννοια του ρητού και αυτή από την έννοια του κλάσματος. Το σύνολο όλων των κλασμάτων διαμερίζεται σε κλάσεις, έτσι ώστε σε κάθε κλάση να ανήκουν μόνο ίσα κλάσματα, ενώ δεν υπάρχει κλάσμα που να ανήκει… … Dictionary of Greek
συμμιγής αριθμός — Κάθε συγκεκριμένος αριθμός που αποτελείται από άλλους, των οποίων οι μονάδες έχουν ιδιαίτερες ονομασίες και είναι πολλαπλάσια ή υπολλαπλάσια μιας και της ίδιας μονάδας. Π.χ. η ηλικία του Α είναι: 12 έτη, 4 μήνες και 7 ημέρες. Ο αριθμός αυτός, που … Dictionary of Greek
φανταστικός αριθμός — Οι αριθμοί της μορφής β, όπου β είναι ένας πραγματικός αριθμός και i (η φανταστική μονάδα) ορίζεται από τη σχέση i2 = √ 1. Η παραδοχή της φανταστικής μονάδας κάνει πάντοτε επιλύσιμη την εξίσωση x2 = α (όπου α οποιοσδήποτε πραγματικός αριθμός), η… … Dictionary of Greek
περιττός αριθμός — Ο αριθμός που δεν είναι πολλαπλάσιο του 2, γενική μορφή 2v + 1 … Dictionary of Greek
πρώτος αριθμός — Ονομάζεται έτσι κάθε φυσικός αριθμός, που διαιρείται με τον εαυτό του και τον 1 μόνο. Ο Ευκλείδης απέδειξε ότι οι π.α. είναι άπειροι (για κάθε π.α. υπάρχει πρώτος, μεγαλύτερός του). Η κατανομή των π.α. μέσα στο σύνολο των φυσικών αριθμών είναι… … Dictionary of Greek