Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐν+ὀνόματι+εἶναι

  • 1 όνομα

    τό
    1) имя; фамилия; кличка (животных); ονόματι Νικολαΐδης по фамилии Николайдис; πώς είναι τ' όνομά του; как его зовут?;

    δίνω όνομα — именовать, давать имя;

    με άλλο όνομα — под другим именем; — под другой фамилией; — под псевдонимом;

    κατ' όνομα μόνο τον γνωρίζω — знаю его только по имени;

    2) название (географическое, вещи и т. п.);
    3) имя, известность; репутация, слава;

    αποχτώ ( — или βγάζω) όνομα — приобрести имя, известность; — стать знаменитым;

    γιατρός (κλέφτης, γυναικάς) με τ' όνομα — известный врач (вор, бабник);

    βγάζω όνομα — приобретать (дурную, хорошую) славу;

    αφήνω ( — или καταλείπω) όνομα — оставлять по себе (хорошую, дурную) память;

    4) знаменитость, знаменитый человек;
    μεγάλα ονόματα великие люди, знаменитости (тж. ирон.); 5) именины;

    είμουν στ' όνομα του — я был у него на именинах;

    6) грам, имя;

    όνομα ουσιαστικό (επίθετο) — имя существительное (прилагательное);

    § όνομα καί πρα(γ)μα — не только по названию, но и на деле;

    εν ονόματι а) именем;
    εν ονόματι τού νόμου именем закона; б) во имя;

    εν ονόματι ( — или στο όνομα) της πατρίδας — во имя родины;

    εξ ονόματος а) от имени; б) по имени;
    επ' ονόματι на имя;

    κατ' όνομα — или (ψιλώ) ονόματι — номинально, только по названию;

    ι γιά όνομα τού θεού — ради бога;

    μη, γιά όνομα τού θεού — роди бога, не надо;

    όνομα καί μη χωριό — не будем (лучше) называть имён (ср. лат. nomina sunt odiosa);

    κάλλιο να σού βγεί το μάτι παρά τ' όνομα посл, лучше остаться без глаза, чем без доброго имени

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > όνομα

  • 2 ψιλός

    η, ό[ν]
    1) мелкий, некрупный;

    ψιλή βροχή — мелкий дождь, изморось;

    ψιλή ζάχαρη — сахарный песок;

    ψιλά λεπτά — мелкие деньги;

    ψιλά γράμματα — мелкий почерк;

    ψιλά πράγματα — пустяки, мелочи;

    2) тонкий;

    ψιλό σανίδι — тонкая доска;

    3) тонкий, пронзительный;

    ψιλή φωνή — тонкий, пронзительный голос;

    4) пронизывающий;

    ψιλό κρύο — пронизывающий мороз;

    5) голый, обнажённый, не покрытый растительностью;
    лысый; 6) тонкий, деликатный;

    ψιλό ζήτημα — деликатный вопрос;

    7) юр.:

    ψιλή κυριότης — собственность без права пользования доходами;

    8) воен. ист. легковооружённый;

    § αυτά είναι ψιλά γράμματα — это китайская грамота;

    επί ψιλω ονόματι — только ради имени, только ради почёта

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ψιλός

См. также в других словарях:

  • όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • Χέγγελ, Γκεόργκ Βίλχελμ Φρίντριχ — (Georg Hegel, Στουτγάρδη 1770 – Βερολίνο 1831). Γερμανός φιλόσοφος. Είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του γερμανικού ιδεαλισμού και ο φιλόσοφος με τον οποίο αποκορυφώνεται και τερματίζεται η καθεαυτό κλασική φιλοσοφία. Η ζωή του. Μπήκε στη… …   Dictionary of Greek

  • Σαίκσπηρ, Ουίλιαμ — (Shakespeare). Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας (Στράτφορντ ov Αίηβον 1564 1616). Από τις ελάχιστες πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του, οι πιο αξιόπιστες είναι εκείνες που βγαίνουν από δικαστικά έγγραφα και μαρτυρίες συγχρόνων του. Γιος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»