-
21 ворожить
ворож||и́тьнесов μαγγανεύω, κάνω μάγια/ μαντεύω, λέγω τή μοίρα (гадать). -
22 градус
градусм ὁ βαθμός, ἡ μοίρα:десять \градусов мороза δέκα βαθμοί ὑπό τό μηδέν' у́гол в 60 \градусов γωνία 60 μοιρών пять \градусов западной долготы геогр. πέντε μοίρες δυτικό γεωγραφικό μήκος· ◊ быть под \градусом разг τἄχω κοπανίσει. -
23 дивизион
дивизионм1. воен. ὁ ούλαμός·2. мор. ἡ ναυτική μοίρα. -
24 жребий
жребийм1. ὁ λαχνός, ὁ κλήρος; бросать \жребий ρίχνω κλήρο· тяну́ть \жребий τραβώ κλήρο·2. перен ἡ τύχη, ἡ μοίρα· ◊ \жребий брошен ἐρίφθη ὁ κύβος. -
25 задний
задн||ийприл ὁπίσθιος, πισινός:\заднийие ноги τά πισινά πόδια· \заднийяя часть (туши) τό μπούτι· на \заднийем плане σέ δεύτερη γραμμή, σέ δεύτερη μοίρα· \задний ход тех. τό ὀπισθεν, ἡ κίνηση προς τά πίσω· \задний проход анат. ὁ πρωκτός· ◊ \заднийяя мысль ἡ ὑστεροβουλία· \заднийим умом крепок στερνή μου γνώση νά σ' είχα πρώτα· быть без \заднийих ног разг μου κόβονται τά πόδια ἀπό τήν κούραση· пометить \заднийим числом βάζω παληότερη ἡμερομηνία· подумать \заднийим числом σκέφτομαι κάτι κατόπιν ἐορτής· ходить (стоять) на \заднийих лапках перед кем-л. στέκομαι σούζα μπροστά σέ κάποιον. -
26 знаменатель
знаменател||ьм мат ὁ παρονομαστής:приводить к общему \знаменателью а) μετατρέπω τά κλάσματα σέ ὁμώνυμα, б) перен βάζω στον ἰδιο παρονομαστή, βάζω στήν ἰδια μοίρα -
27 предсказать
предсказатьсов, предсказывать несов προλέγω, προμαντεύω:\предсказать судьбу́ προλέγω τήν μοϊρα. -
28 рой
ройм1. (насекомых) τό σμήνος, τό σμάρι/ τό μελίσσι (тк. пчел):пчелиный \рой τό μελίσσι, σμάρι ἀπό μέλισσες·2. перен τό κύμα:\рой воспоминаний κύμα ἀναμνήσεων. ροκ м ἡ μοίρα, ἡ εἰμαρμένη. -
29 ряд
рядλ1. ἡ σειρά, ἡ ἀράδα, ὁ στοίχος, ἡ γραμμή:\ряд домов ἡ σειρά σπιτιών \ряд гор ἡ ὁροσειρά· \ряд сту́льев μιά σειρά καθισμάτων в первом \ряду́ στήν πρώτη σειρά· построиться в \ряды τάσσομαι στη γραμμή, συντάσσομαι, μπαίνω στή γραμμή· идти \ряда́ми βαδίζω στοιχηδόν, βαδίζω σέ γραμμές· сплотить \ряды συσφίγγω τίς γραμμές· сомкну́ть \ряды! воен. πυκνώνω τίς γραμμές!·2. (серия) ἡ σειρά/ ὁ ἀριθμός (некоторое число)·3. \ряды мн. (состав, среда) ἡ γραμμή, ἡ τάξη:в \ряда́х армии στίς γραμμές τοῦ στρατοῦ, είς τάς τάξεις τοῦ στρατοῦ·4. \ряды мн. (лавки):овощи́ые \ряды τά λαχανάδικα· рыбные \ряды τά ψαράδικα· ◊ из ряда вон выходящий ἐξαίρετος, ἀσυνείθιστος· ставить в один \ряд βάζω στήν ἰδια σειρά, βάζω στήν ἰδια μοίρα -
30 судьба
судьб||аж ἡ μοίρα, ἡ τύχη, τό πεπρωμένο[ν], ἡ είμαρμένη· ◊ какими \судьбаа-ми? разг πως ἐτυχες ἐδώ;· волею судеб (или судьбы) разг τἄφερε ἡ τύχη· благодарить \судьбау εὐχαριστώ τήν τύχη· бросить кого́-л. на произвол \судьбаы ἀφήνω κάποιον στό ἔλεος τής τύχης· распоряжаться собственной \судьбао́й εἶμαι κύριος τής τύχης μου. -
31 фатализм
фатал||и́змм ὁ φαταλισμός, ἡ μοιρα-κρατία, ἡ μοιρολατρεία. -
32 фортуна
форту́н||аж уст., поэт. ἡ τύχη, ἡ μοίρα:колесо́ \фортунаы ὁ τροχός τής τύχης. -
33 шишка
ши́шк||аж1. τό καρούμπαλο, ἡ καρού-μπα (от ушиба)! τό κονδύλωμα, ὁ ὅγκος (нарост)·2. бот. τό κουκουνάρι, τό κω-νάριον3. (важная персона) разг τό σπουδαΐον ὑποκείμενον ◊ на бедного Макара все \шишкаи залятся погов. ὅπου φτωχός καί ἡ μοίρα του. -
34 эскадра
эскадр||аж воен., мор. ἡ μοίρα στό·, λου. -
35 degree
[di'ɡri:]1) ((an) amount or extent: There is still a degree of uncertainty; The degree of skill varies considerably from person to person.) βαθμός2) (a unit of temperature: 20° (= 20 degrees) Celsius.) βαθμός(θερμοκρασία)3) (a unit by which angles are measured: at an angle of 90° (= 90 degrees).) μοίρα4) (a title or certificate given by a university etc: He took a degree in chemistry.) πτυχίο•- to a degree -
36 fate
[feit]1) ((sometimes with capital) the supposed power that controls events: Who knows what fate has in store (= waiting for us in the future)?) μοίρα2) (a destiny or doom, eg death: A terrible fate awaited her.) μοιραίο,κακό•- fatalism- fatalist
- fatalistic
- fated
- fateful -
37 squadron
['skwodrən](a division of a regiment, a section of a fleet, or a group of aeroplanes.) μοίρα -
38 tell (someone's) fortune
(to foretell what will happen to someone in the future: The gypsy told my fortune.) λέω τη μοίρα -
39 tell (someone's) fortune
(to foretell what will happen to someone in the future: The gypsy told my fortune.) λέω τη μοίρα -
40 рой
[ρόΐ] ουσ. α. σμήνος ροκ [ρόκ] ουσ. α. μοίρα
См. также в других словарях:
μοίρα — μοίρᾱ , μοῖρα part fem nom/voc/acc dual μοίρᾱ , μοῖρα part fem nom/voc/acc dual (ionic) μοίρᾱ , μοῖρα part fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) μοίρᾱ , μοιράω share pres imperat act 2nd sg μοίρᾱ , μοιράω share imperf ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοίρᾳ — μοίρᾱͅ , μοῖρα part fem dat sg (attic doric aeolic) μοίρᾱͅ , μοῖρα part fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μοίρα — Μοίρᾱ , Μοῖρα part fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μοίρᾳ — Μοίρᾱͅ , Μοῖρα part fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μοῖρα — part fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοῖρα — part fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο … Dictionary of Greek
μοίρα — η 1. τμήμα κάποιου όλου, τεμάχιο, κλήρος, μερίδιο: Έκοψε τις επαφές με την οικογένεια και αρνήθηκε ακόμα και τη νόμιμη μοίρα του. 2. τμήμα στόλου ή στρατού: Ναυτική μοίρα. 3. μονάδα μέτρησης των τόξων και των γωνιών, το 1/360 του κύκλου: Η γωνία… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοῖρᾳ — μοῖραι , μοῖρα part fem nom/voc pl μοῖραι , μοῖρα part fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μοῖρᾳ — Μοῖραι , Μοῖρα part fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοίρας — μοίρᾱς , μοῖρα part fem acc pl μοίρᾱς , μοῖρα part fem gen sg (attic doric aeolic) μοίρᾱς , μοῖρα part fem acc pl (ionic) μοίρᾱς , μοῖρα part fem gen sg (attic doric ionic aeolic) μοίρᾱς , μοιράω share pres ind act 2nd sg (attic) μοίρᾱς ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)