-
1 наличные
τοις μετρητοίςτα μετρητάплатеж - ми по получении товара πληρωμή - με την παραλαβή των εμπορευμάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > наличные
-
2 расчёт
1. (подсчёт необходимых данных) о υπολογισμός, ο λογαριασμός- платы за простой - πληρωμής της υπερα-ναμονής, οι επισταλίες2. (определение условий прочности, жёсткости) η ανάλυση, η δοκιμή 3. (конструирование) о υπολογισμός, η μελέτη 4. (оплата) η πληρωμή, η εξόφλησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расчёт
-
3 Word
subs.P. and V. λόγος, ὁ, ῥῆμα, τό, ἔπος, τό (rare P.), μῦθος, ὁ (rare P.).In grammar: Ar. and P. ὄνομα, τό.As opposed to, deed: P. and V. λόγος, ὁ, ἔπος, τό.Intelligence: P. and V. πύστις, ἡ (Thuc. but rare P.), V. πευθώ, ἡ.Rumour: P. and V. φήμη, ἡ, λόγος, ὁ, V. βᾶξις, ἡ, κληδών, ἡ, κλέος, τό, Ar. and V. μῦθος, ὁ, φάτις, ἡ.Word of command: P. παράγγελσις, ἡ, τὰ παραγγελλόμενα. P.round the word of command, v: P. and V. παραγγέλλειν.Send round word, P. περιαγγέλλειν.He has remained already fifteen months without sending word: V. ἤδη δέκα μῆνας πρὸς ἄλλοις πεντʼ ἀκήρυκτος μένει (Soph., Trach. 44).In a word: see adv., P. and V. ἁπλῶς, P. ὅλως.To sum up: P. συνελόντι, ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰπεῖν.Briefly: P. and V. συντόμως, συλλήβδην, ἐν βραχεῖ.In word, as opposed to in deed: P. and V. λόγῳ. V. λόγοις (Eur., El. 47), τοῖς ὀνόμασιν (Eur., I. A. 1115), τοῖς λόγοις (Eur., Or. 287).As an excuse: P. and V. πρόφασιν.In so mang words: P. and V. ἁπλῶς.Expressly: P. διαρρήδην, P. and V. ἄντικρυς.Not writing it in so many words, but wishing to make this plain: P. οὐ τούτοις τοῖς ῥήμασι γράψας ταῦτα δὲ βουλόμενος δεικνύναι (Dem. 239).By word of mouth: P. ἀπὸ στόματος, P. and V. ἀπὸ γλώσσης.By hearsay: P. ἀκοῇ.Word for word: Ar. κατʼ ἔπος.Exactly: P. and V. ἀκριβῶς.Do you answer word for word: V. ἔπος δʼ ἀμείβου πρὸς ἔπος (Æsch., Eum 586).Not to utter a word: P. οὐδὲ φθέγγεσθαι, Ar. and P. οὐδὲ γρύζειν.No one dared to utter a word: P. ἐτόλμησεν οὐδεὶς... ῥῆξαι φωνήν (Dem. 126).I thought I had suffered justly for having dared to utter a word: P. ἡγούμην δίκαια πεπονθέναι ὅτι ἔργυξα (Plat., Euthy. 301A).Not a word: Ar. and P. οὐδὲ γρῦ.Not a word about: P. οὐδὲ μικρὸν ὑπέρ (gen.) (Dem. 352), οὐδὲ γρῦ περί (gen.) (Dem. 353).——————v. trans.Use P. and V. λέγειν.Vaguely worded: V. δυσκρίτως εἰρημένος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Word
-
4 деньги
τα χρήματ/α, τα λεφτάдержать - в банке κρατώ/έχω - στην τράπεζα-металлические - τα κέρματα, το μεταλλικό νόμισμαфальшивые - κίβδηλα -, κάλπικα - (ξεν).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деньги
-
5 скидка
η έκπτωσ/ηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > скидка
-
6 за
за 1) (позади, вне ) από πίσω (или πέρα) από; για за вокзалом πίσω από το σταθμό за рекой πέρα από το ποτάμι за Москвой πέρα (или έξω) από τη Μόσχα бросить что-либо за окно πετώ κάτι από το παράθυρο; идти за кем-л. ακολουθώ κάποιον 2) (возле) σε κοντά, γύρω από сесть за сгол κάθομαι στο τραπέζι 3) (н.а расстоянии) από, σε απόσταση за десять километров до... δέκα χιλιόμετρα από..- 4) (о сроке) πριν, προ за десять дней до... δέκα μέρες πριν από... за десять дней μέσα σε δέκα μέρες 5) (о йене): за наличный расчёт τοις μετρητοίς купить билет за пять рублей αγοράζω εισιτήριο των πέντε ρουβλιών 6) (цель ) για послать за доктором στέλνω να φωνάξουν το γιατρό бороться за мир αγωνίζομαι για την ειρήνη 7) (направление действия): держаться за перила κρατιέμαι από το κιγκλίδωμα приняться за работу αρχίζω τη δουλειά 8): уважать за храб* * *1) (позади, вне) από; πίσω ( или πέρα) από; γιαза вокза́лом — πίσω από το σταθμό
за реко́й — πέρα από το ποτάμι
за Москво́й — πέρα ( или έξω) από τη Μόσχα
бро́сить что́-либо за окно́ — πετώ κάτι από το παράθυρο
идти́ за кем-л. — ακολουθώ κάποιον
2) ( возле) σε; κοντά, γύρω από3) ( на расстоянии) από, σε απόστασηза де́сять киломе́тров до... — δέκα χιλιόμετρα από…
4) ( о сроке) πριν, προза де́сять дней до... — δέκα μέρες πριν από…
за де́сять дней — μέσα σε δέκα μέρες
5) ( о цене)за нали́чный расчёт — τοις μετρητοίς
купи́ть биле́т за пять рубле́й — αγοράζω εισιτήριο των πέντε ρουβλιών
6) ( цель) γιαпосла́ть за до́ктором — στέλνω να φωνάξουν το γιατρό
боро́ться за мир — αγωνίζομαι για την ειρήνη
7) ( направление действия)держа́ться за пери́ла — κρατιέμαι από το κιγκλίδωμα
приня́ться за рабо́ту — αρχίζω τη δουλειά
8)уважа́ть за хра́брость — εκτιμώ για την πάλικαριά
-
7 наличные
наличные мн. (деньги) τα μετρητά* платить \наличныеыми πληρώνω τοις μετρητοίς* * *мн.( деньги) τα μετρητάплати́ть нали́чными — πληρώνω τοις μετρητοίς
-
8 платить
платить πληρώνω* εξοφλώ (расплачиваться)· \платить по счёту πληρώνω το λογαριασμό* \платить наличными πληρώνω τοις μετρητοίς* * *πληρώνω; εξοφλώ ( расплачиваться)плати́ть по счёту — πληρώνω το λογαριασμό
плати́ть нали́чными — πληρώνω τοις μετρητοίς
-
9 процент
процентм1. τό ποσοστό (έπί τοίς ἐκατόν), τό ἐκατοστό:пять \процентов πέντε στά ἐκατό (или τοίς ἐκατόν)·2. (с капитала) ὁ τόκος:годовой \процент τό ἐπιτό-κιο[ν]· под большие \проценты μέ μεγάλο τόκο. -
10 чистогаи
чистогаим разг τά μετρητά χρήματα:заплатить \чистогаиом πληρώνω τοις μετρητοίς· получить \чистогаиом πληρώνομαι τοις μετρητοίς. -
11 Arrangement
subs.P. and V. τάξις, ἡ, P. διάταξις, ἡ, διάθεσις, ἡ.Agreement, bargain: P. and V. σύμβασις, ἡ, συνθῆκαι, αἱ, σύνθημα, τό, P. ὁμολογία, ἡ.Let one's friends come to some arrangement ( in a legal dispute): τοῖς φίλοις ἐπιτρέψαι δίαιταν (Dem.).Let our friends come to some arrangement concerning his dispute with me: P. ἐν τοῖς φίλοις διαδικάσασθαι τὰ πρὸς ἐμέ (Dem. 864).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Arrangement
-
12 Authority
subs.Permission: P. and V. ἐξουσία, ἡ.Concretely, witness: P. and V. μάρτυς, ὁ or ἡQuote as authority, v.: P. παρατίθεσθαι (acc.).An authority on: P. and V. ἐπιστήμων, ὁ or ἡ (gen.), ἔμπειρος, ὁ or ἡ (gen.).Without authority, adj.: P. ἄκυρος.Without your authority: P. μὴ σημήναντός σου (Plat., Phaedo 62C).On one's own authority: P. ἀφʼ ἑαυτοῦ γνώμης.They accused the generals of making terms without their authority: P. τοὺς στρατηγούς ἐπῃτιάσαντο ὅτι ἄνευ αὑτῶν συνέβησαν (Thuc. 2, 70).The authorities, those in authority: P. and V. οἱ ἐν τέλει, τὰ κύρια, P. τὰ τέλη, οἱ ἐπὶ τοῖς πράγμασι, V. οἱ ἐν τέλει βεβῶτες, Ar. and P. αἱ ἀρχαίThis period ( of history) was omitted by all authorities before me: τοῖς πρὸ ἐμοῦ ἅπασιν ἐκλιπὲς τοῦτο ἦν τὸ χωρίον (Thuc. 1, 97).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Authority
-
13 Charge
v. trans. or absol.Attack: P. and V. προσβάλλειν (dat.), εἰσβάλλειν (εἰς or πρός, acc.), προσπίπτειν (dat.), εἰσπίπτειν (πρός, acc.), ἐμπίπτειν (dat.) (Xen., also Ar.), V. ἐφορμᾶν (dat.) or pass. (rare P.), P. προσφέρεσθαι (dat.), Ar. and P. ἐπιτίθεσθαι (dat.); see Attack.He charges half the amount to himself, the rest is reckoned as theirs: P. τὸ μὲν ἥμισυ αὑτῷ τίθησι τὸ δὲ τούτοις λελόγισται (Lys. 211.)Intrust: Ar. and P. ἐπιτρέπειν (τινί τι), P. πιστεύειν (τινί τι), ἐγχειρίζειν (τινί τι), V. εἰσχειρίζειν (τινί τι).Exhort, command: P. and V. κελεύειν (acc.), ἐπιτάσσειν (dat.), προστάσσειν (dat.), ἐπιστέλλειν (dat.), ἐπισκήπτειν (dat.), Ar. and V. ἐφίεσθαι (dat.), V. ἐξεφίεσθαι (absol.).Accuse: see Accuse.——————subs.Attack: P. and V. προσβολή, ἡ, εἰσβολή, ἡ, P. ἐπίθεσις, ἡ, ἐπιχείρησις, ἡ, ἔφοδος, ἡ, ἐπιδρομή, ἡ.Run: P. and V. δρόμος, ὁ.Of ships: P. and V. ἐμβολή, ἡ.Like a bull ready for the charge, he bellows fiercely: V. ταῦρος ὣς εἰς ἐμβολὴν δεινὰ μυκᾶται (Eur., H.F. 869).Exaction: P. εἴσπραξις, ἡ.At his own charges: P. τοῖς αὑτοῦ τέλεσι, τοῖς ἰδίοις τέλεσι.At the public charge: P. δημοσία.Guardianship: P. ἐπιτροπεία, ἡ.Something intrusted to one's care: V. μέλημα, τό, φρούρημα, τό.Take charge of: P. and V. ἐπιστατεῖν (dat.), θεραπεύειν (acc.), Ar. and P. ἐπιμέλεσθαι (gen.), V. κηδεύειν (acc.), μέλεσθαι (gen.); see Manage, Guard.Command: P. πρόσταγμα, τό, ἐπίταγμα, τό, V. ἐντολή, ἡ (Plat. but rare P.), κέλευσμα, τό, κελευσμός, ὁ, ἐφετμή, ἡ, ἐπιστολαί, αἱ.I impose this service as a charge upon you: V. ὑμῖν... τήνδʼ ἐπισκήπτω χάριν (Soph., Aj. 566).Accusation: see Accusation.On a charge of: P. and V. ἐπί (dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Charge
-
14 Danger
subs.Dangerous enterprise: P. and V. κινδύνευμα, τό (Plat.).In time of danger: P. and V. ἐν τοῖς δεινοῖς, ἐπὶ τοῖς δεινοῖς.Loving danger, adj.: P. φιλοκίνδυνος.Share dangers ( with), v.: P. συγκινδυνεύειν (absol. or dat.), συνδιακινδυνεύειν (μετά, gen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Danger
-
15 Expense
subs.Incur expense, v.: P. δαπανᾶν.At the public expense: P. δημοσίᾳ, ἀπὸ κοινοῦ.At one's own expense: P. τοῖς αὑτοῦ τέλεσι, τοῖς ἰδίοις τέλεσι.Share the expense of: P. συναναλίσκειν (acc.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Expense
-
16 Government
subs.Rule: P. and V. ἀρχή, ἡ, κράτος, τό, or use V. σκῆπτρα, τά, θρόνοι, οἱ.Constitution: Ar. and P. πολιτεία, ἡ.Magistrates: P. τὰ τέλη, οἱ ἐπὶ τοῖς πράγμασι, P. and V. οἱ ἐν τέλει, τὰ κύρια, V. οἱ ἐν τέλει βεβῶτες, Ar. and P. αἱ ἀρχαί.Form of government: P. κόσμος, ὁ, or use τάξις πολιτείας, ἡ.The government that was then being established: P. τὰ τότε καθιστάμενα πράγματα.I am friendly to the established government: P. εὔνους εἰμὶ τοῖς καθεστηκόσι πράγμασι (Lys. 145, 37).The nine Archons at that time carried on most of the duties of government: P. τότε τὰ πολλὰ τῶν πολιτικῶν οἱ ἐννέα ἄρχοντες ἔπρασσον (Thuc. 1, 126.)Has the government been left to the people? V. δεδήμευται κράτος; (Eur., Cycl. 119).Good government, subs.: Ar. and P. εὐνομία, ἡ.Enjoy good government, v.: P. εὐνομεῖσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Government
-
17 Head
subs.P. and V. κεφαλή, ἡ, V. κορυφή. ἡ (Eur., Or. 6; also Xen. but rare P.), κάρα, τό, acc. also κρᾶτα, τόν, gen. κρατός, τοῦ, dat. Ar. and V. κρατί, τῷ.With two heads, adj.: V. ἀμφίκρανος.With three heads: V. τρίκρανος, Ar. τρικέφαλος.With a hundred heads: V. ἑκατογκάρανος, Ar. ἑκατογκέφαλος.With many heads: P. πολυκέφαλος.On my head let the interference fall: Ar. πολυπραγμοσύνη νυν εἰς κεφαλὴν τρέποιτʼ ἐμοί (Ach. 833).Why do you say things that I trust heaven will make recoil on the heads of you and yours? P. τί λέγεις ἃ σοὶ καὶ τοῖς σοῖς οἱ θεοὶ τρέψειαν εἰς κεφαλήν; (Dem. 322).Bringing curse on a person's head, adj.: V. ἀραῖος (dat. of person) (also Plat. but rare P.).Put a price on a person's head: P. χρήματα ἐπικηρύσσειν (dat. of person).They put price on their heads: P. ἐπανεῖπον ἀργύριον τῷ ἀποκτείναντι (Thuc. 6, 60).He put a price upon his head: V. χρυσὸν εἶφʼ ὃς ἂν κτάνῃ (Eur., El. 33).Come into one's head, v.: see Occur.Do whatever comes into one's head: P. διαπράσσεσθαι ὅτι ἂν ἐπέλθῃ τινί (Dem. 1050).Turn a person's head: P. and V. ἐξιστάναι (τινά).Head of a arrow, subs.: V. γλωχίς, ἡ.Head of a spear: P. and V. λογχή. ἡ (Plat.).Headland: headland.Projecting point of anything: P. τὸ πρόεχον.Come to a head, v. intrans.: of a sore, P. ἐξανθεῖν; met., P. and V. ἐξανθεῖν, V. ἐκζεῖν, ἐπιζεῖν, P. ἀκμάζειν.Ignorance of the trouble gathering and coming to a head: P. ἄγνοια τοῦ συνισταμένου καὶ φυομένου κακοῦ (Dem. 245).Make head against, v.: see Resist.Heads of a discourse. etc., subs.: P. κεφάλαια, τά.Chief place: P. and V. ἀρχή, ἡ. P. ἡγεμονία, ἡ.At the head of, in front of, prep.: P. and V. πρό (gen.).Superintending: P. and V. ἐπί (dat.).Be at the head of: P. and V. ἐφίστασθαι (dat.), προστατεῖν (gen.) (Plat.), Ar. and P. προΐστασθαι (gen.).Those at the head of affairs: P. οἱ ἐπὶ τοῖς πράγμασι.——————adj.Principal: P. and V. πρῶτος.Supreme: P. and V. κύριος.——————v. trans.Be leader of: P. ἡγεῖσθαι (dat. of person, gen. of thing), Ar. and P. προΐστασθαι (gen. of person).Lead the way: P. and V. ἡγεῖσθαι (dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Head
-
18 Nominally
adv.As opposed to really: P. and V. λόγῳ, V. λόγοις (Eur., El. 47), τοῖς ὀνόμασιν (Eur., I.A. 1115), τοῖς λόγοις (Eur., Or. 287).As an excuse: P. and V. πρόφασιν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Nominally
-
19 Peril
subs.Perilous enterprise: P. and V. κινδύνευμα, τό (Plat.).In time of peril: P. and V. ἐν τοῖς δεινοῖς, ἐπὶ τοῖς δεινοῖς.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Peril
-
20 Pretentiousness
subs.P. and V. τὸ σεμνόν.I am sick of ambassadors and popinjays and such pretensiousness: Ar. ἄχθομαι ʼγὼ πρέσβεσι καὶ τοῖς ταῶσι τοῖς τʼ ἀλαζονεύμασι (Ar., Ach. 62).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Pretentiousness
См. также в других словарях:
Τοῖς διὰ τῆς δόξης βαδίζουσιν ἀκολουθεῖ φθόνος. — См. Где счастье, там и зависть … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
τοῖς — ὁ lentil masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἃ πάσχοντες ὑφ’ ἑτέρων ὁργίζεσθε ταῦτα τοῖς ἄλλοις μὴ ποιεῖτε. — ἃ πάσχοντες ὑφ’ ἑτέρων ὁργίζεσθε ταῦτα τοῖς ἄλλοις μὴ ποιεῖτε. См. Чего в другом не любишь, того и сам не делай … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὥστε οὐχ ὁρῶ τι χρήσιμον ἔνεστι, τοῖς ὀψὲ δὴ τούτοις ἀλεῖν λεγομένοις μύλοις τῶν θεῶν. — ὥστε οὐχ ὁρῶ τι χρήσιμον ἔνεστι, τοῖς ὀψὲ δὴ τούτοις ἀλεῖν λεγομένοις μύλοις τῶν θεῶν. См. Бог долго ждет, да больно бьет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἐν τοῖς τόποις τῶν τυφλῶν Λάμων βασιλεύει. — См. В слепом царстве кривой царь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἐν τοῖς κακοῖς γὰρ ἀγαθοὶ σαφέστατοι Φίλοι. — См. Друг познается в несчастии … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Κηρὸν τοῖς οὐσὶν ἐπαλείφεις. — См. Заткнуть уши … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἐν τοῖς ἐμαυτοῦ δικτύας ἀλώσομαι. — См. Сети … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὦ γήρας, οἳον τοῖς ἔχουσι εἶ κακόν. — См. Старость не радость … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Δυοῖν λεγόντοιν, θατέρου θμουμένου, Μὴ ἀντιτείγων τοῖς λόγοις σοφώτερος. — См. Умный уступает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πάντα καθαρὰ τοῖς καθαροῖς. — См. Чистому все чисто … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)