-
21 Support
v. trans.Support oneself on: Ar. and P. ἐπερείδεσθαι (dat.), P. ἀπερείδεσθαι (dat.).Supporting your figure on a staff: Ar. διερεισαμένη τὸ σχῆμα τῇ βακτηρίᾳ (Eccl. 150).met., maintain, feed: P. and V. τρέφειν, βόσκειν (Thuc. 7, 48, but rare P.), V. φέρβειν, P. διατρέφειν (Dem. 419).Hold out: P. and V. ἀντέχειν.Substantiate: P. βεβαιοῦν.Support in the courts or council chamber ( a person or course of action): P. συναγορεύειν (acc. or dat.), P. and V. συνηγορεῖν (dat.), ὑπερδικεῖν (gen.) (Plat.).Did you support those in favour of death or did you oppose? P. πότερον συνηγόρευες τοῖς κελεύουσιν ἀποκτεῖναι ἢ ἀντέλεγες; (Lys. 122).Support the policy of the state: P. τοῖς κοινῇ δόξασι βοηθεῖν.Stand by: see Aid.Support the Lacedaemonians: P. τὰ Λακεδαιμονίων φρονεῖν (Thuc. 5, 84), or use P. Λακωνίζειν.I support your cause V. εὖ φρονῶ τὰ σά (Soph., Aj. 491).Support the Athenians: P. Ἀττικίζειν.Support the Persians: P. Μηδίζειν.The party among the Athenians who supported them: P. οἱ αὐτοῖς τῶν Ἀθηναίων συμπράσσοντες (Thuc. 3, 36).——————subs.Prop: P. and V. ἔρεισμα, τό (Plat.).Pillar: V. στῦλος, ὁ; see Pillar.The steps of an old man are wont to wait upon the support of another's hand: V. ποὺς... πρεσβύτου φιλεῖ χειρὸς θυραίας ἀναμένειν κουφίσματα (Eur., Phoen. 847).met., of a person: V. ἔρεισμα, τό, στῦλος, ὁ; see Bulwark.Help: P. βοήθεια, ἡ.Advocacy: P. συνηγορία, ἡ.In support of: use prep., P. and V. ὑπέρ (gen.).Confirmation: P. βεβαίωσις, ἡ.Favour, good-will: P. and V. εὔνοια, ἡ.Support of the Athenians: P. Ἀττικισμός, ὁ.Support of the Persians: P. Μηδισμός, ὁ.Support of the Lacedaemonians: P. Λακωνισμός, ὁ (Xen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Support
-
22 Writhe
v. intrans.Writhing with their bodies in sympathy with their thoughts they passed a terrible time through the extremity of their fear: P. τοῖς σώμασιν αὐτοῖς ἴσα τῇ δόξῃ περιδεῶς συναπονεύοντες ἐν τοῖς χαλεπώτατα διῆγον (Thuc. 7, 71).He writhed now upon the ground, now in mid air: V. ἐσπᾶτο γὰρ πέδονδε καὶ μετάρσιος (Soph., Trach. 786).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Writhe
-
23 Yore
adv.In days of yore: P. ἐν τοῖς ἄνωθεν χρόνοις, ἐν τοῖς ἄνω χρόνοις.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Yore
-
24 взнос
1. (платёж) η εισφορά 2. (внесённые за что-л. деньги) η συνδρομή 3. (при уплате частями) η δόσηпервоначальный - η πρώτη πληρωμή/δόσηстраховой - τα ασφάλιστρα, членский - η συνδρομή του μέλουςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > взнос
-
25 выдача
1. (сигнала и т.п.) η παραγωγή, το δόσιμο 2. (оборудования, имущества, инструмента) η παράδοση 3. (выработка на-гора) η παραγωγή 4. (патента и т.п.) η χορήγησ/ηотказ в - е патента άρνηση για - του προνομίου/πατέντας εκμετάλλευσηςотказывать в - е кредита αρνούμαι για - δανείου/πίστωσηςпошлина за - у патента φόρος για - του προνομίου/πατέντας εκμετάλλευσης5. (вручение, передача, возврат) η παράδοσ/η, η έκδοσηотказывать в - е визы αρνούμαι για παραχώρηση άδειας εισόδου/βίζας6. (распределе-ние) η διανομή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выдача
-
26 дивиденд
эк. το μέρισμα--Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дивиденд
-
27 зарплата
(заработная плата) о μισθ/ός·выштачивать - у πληρώνω το - о, замораживать - у παγώνω το - о, минимум - ы ελάχιστος -рост - ы άνοδος/αύξηση του - ούподённая - ημερήσιος -, το μεροκάματοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зарплата
-
28 наличность
фин. τα μετρητά, τοις μετρητοίς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > наличность
-
29 отношение
1. (мат) η σχέση, ο λόγοςдвучленное - διθέσια/διμελής -дисковое - (гребного винта) мор. - (της ανεπτυγμένης) επιφάνειας της έλικας (προς την επιφάνεια του δίσκου)шаговое - (гребного винта) мор. - του βήματος (της έλικας) (προς τη διάμετρο)2. (пропорция) η αναλογία, η σχέσηв процентном - ии σε - επί τοις εκατόν (%)3. (взаимная связь, зависимость разных величин, предметов, явлений, соотношение между чем-л.) η σχέσηиметь - έχει σχέση, σχετίζεται με..4. -ия мн. (связь между кем-л., образующаяся из общения на какой-л. почве) οι σχέσειςтемпоральные - лингв. χρονικές -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отношение
-
30 плата
1. (денежный взнос за услуги) η πληρωμή, το τίμημα, η αμοιβήбез дополнительной - ы χωρίς συμπληρωματική -, освобождение от - ы απελευθέρωση από την -арендная - για ενοικίαση/μίσθωση, το μίσθιο/ενοίκιοзаработная - ο μισθός, οι αποδοχές (πλ.)поразговорная (тлф) - βάσει του χρόνου συνδιάλεξης 2 (диэлектрическая пластина) η διηλεκτρική πλάκαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > плата
-
31 платёж
η πληρώ μ/ή, η καταβολή του τιμήματοςв иностранной валюте - σε ξένο νόμισμα, выдача документов против - а έγγραφα έναντι - ήςналоженным - ом - με αντικαταβολή (C.O.D.)невзысканный - απλήρωτος -, εκκρεμής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > платёж
-
32 покупка
1. (действие) η αγορά 2. (купленная вещь) το αγορασμένοπροϊόν/πράγμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > покупка
-
33 продажа
η πώλησ/η, το πούλημα· *вы-пускать в - у βγάζω για -переговоры ο - е συνομιλίες/διαπραγ-ματεύσης για -- на условиях СИФ - με όρους C.I.F. (κόστος, ασφάλειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > продажа
-
34 процент
1. (сотая доля числа, принимаемого за целое) το ποσοστό επί τοις εκατόν, το εκατοστό 2. (доход, получаемый на каждые сто единиц капитала) о τόκ/ος 3. (плата, получаемая кредитором от должника за отданные в ссуду деньги) о τόκ/οςзанимать под - ы δανείζομαι εντόκως/με - ους- по овердрафту - της επιταγής πληρωμένης από την τράπεζα (όταν το ποσό της είναι μεγαλύτερο από το υπόλοιπο των καταθέσεων)4. (процентная ставка) το επιτόκι/ο5. (вознаграждение, исчисляемое в зависимости от оборота, дохода) το ποσοστόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > процент
-
35 процентный
1. (выраженный в процентах) τοις εκατόν, ποσοστιαίος 2. (приносящий проценты) τοκοφόρος, έντοκος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > процентный
-
36 средства
1. (возможности) мн. τα μέσα 2. (деньги, капитал, материальные ценности) τα μέσα, οι δυνατότητεςналичные - τα λεφτά/χρήματα τοις μετρητοίςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > средства
-
37 сумма
1. мат. το άθροισμα- углов - των γωνιών 2 (определённое количество денег) το ποσ/όν, το άθροισμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сумма
-
38 уплата
η πληρωμή, η καταβολήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > уплата
-
39 условие
1. (соглашение ο чём-л.статья договора требование или предложение) о όρ/οςвносить поправки в - я аккредитива κάνω διορθώσεις στους - ους της πιστωτικής επιστολήςнесоблюдение - й παράβαση/αθέτηση τους - ους- я контракта - οι της συμφω-νίας/σύμβασης2. (тех., мат.) η συνθήκ/η, τα δεδομένα 1. ατμόσφαιρας και θερμοκρασία 273,15 Кпроизводственные - я - ες της παραγωγής, παραγωγικές - εςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > условие
-
40 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
См. также в других словарях:
Τοῖς διὰ τῆς δόξης βαδίζουσιν ἀκολουθεῖ φθόνος. — См. Где счастье, там и зависть … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
τοῖς — ὁ lentil masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἃ πάσχοντες ὑφ’ ἑτέρων ὁργίζεσθε ταῦτα τοῖς ἄλλοις μὴ ποιεῖτε. — ἃ πάσχοντες ὑφ’ ἑτέρων ὁργίζεσθε ταῦτα τοῖς ἄλλοις μὴ ποιεῖτε. См. Чего в другом не любишь, того и сам не делай … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὥστε οὐχ ὁρῶ τι χρήσιμον ἔνεστι, τοῖς ὀψὲ δὴ τούτοις ἀλεῖν λεγομένοις μύλοις τῶν θεῶν. — ὥστε οὐχ ὁρῶ τι χρήσιμον ἔνεστι, τοῖς ὀψὲ δὴ τούτοις ἀλεῖν λεγομένοις μύλοις τῶν θεῶν. См. Бог долго ждет, да больно бьет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἐν τοῖς τόποις τῶν τυφλῶν Λάμων βασιλεύει. — См. В слепом царстве кривой царь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἐν τοῖς κακοῖς γὰρ ἀγαθοὶ σαφέστατοι Φίλοι. — См. Друг познается в несчастии … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Κηρὸν τοῖς οὐσὶν ἐπαλείφεις. — См. Заткнуть уши … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἐν τοῖς ἐμαυτοῦ δικτύας ἀλώσομαι. — См. Сети … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὦ γήρας, οἳον τοῖς ἔχουσι εἶ κακόν. — См. Старость не радость … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Δυοῖν λεγόντοιν, θατέρου θμουμένου, Μὴ ἀντιτείγων τοῖς λόγοις σοφώτερος. — См. Умный уступает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πάντα καθαρὰ τοῖς καθαροῖς. — См. Чистому все чисто … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)