-
1 εναρίμβροτος
-
2 ἐναρίμβροτος
-
3 εναριμβροτος
-
4 ἐναρίμβροτος
ἐνᾰρίμβροτος, -ον1 man-slayingἐναρίμβροτον ἀναμείναις στράταρχον Αἰθιόπων Μέμνονα P. 6.30
μάχας ἐναριμβρότου I. 8.53
-
5 ἐναρίμβροτος
ἐνᾰρίμβροτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναρίμβροτος
-
6 ἐναρίμβροτος
-
7 εναρίμβροτον
ἐναρίμβροτοςman-slaying: masc /fem acc sgἐναρίμβροτοςman-slaying: neut nom /voc /acc sg -
8 ἐναρίμβροτον
ἐναρίμβροτοςman-slaying: masc /fem acc sgἐναρίμβροτοςman-slaying: neut nom /voc /acc sg -
9 εναριμβρότου
-
10 ἐναριμβρότου
См. также в других словарях:
εναρίμβροτος — ἐναρίμβροτος, ον (Α) αυτός που σκοτώνει ανθρώπους («ἐναρίμβροτον στράταρχον Αἰθιόπων», Πίνδ.) 2. (για πολέμους ή μάχες) αυτός κατά τον οποίο σκοτώνονται άνθρωποι («μάχες ἐναρίμβροτοι», Πίνδ.) … Dictionary of Greek
ἐναρίμβροτος — man slaying masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναρίμβροτον — ἐναρίμβροτος man slaying masc/fem acc sg ἐναρίμβροτος man slaying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναριμβρότου — ἐναρίμβροτος man slaying masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… … Dictionary of Greek