Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐνᾰρίμβροτος

См. также в других словарях:

  • εναρίμβροτος — ἐναρίμβροτος, ον (Α) αυτός που σκοτώνει ανθρώπους («ἐναρίμβροτον στράταρχον Αἰθιόπων», Πίνδ.) 2. (για πολέμους ή μάχες) αυτός κατά τον οποίο σκοτώνονται άνθρωποι («μάχες ἐναρίμβροτοι», Πίνδ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐναρίμβροτος — man slaying masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναρίμβροτον — ἐναρίμβροτος man slaying masc/fem acc sg ἐναρίμβροτος man slaying neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναριμβρότου — ἐναρίμβροτος man slaying masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»