-
1 ἐναμιλλάομαι
A = ἁμιλλάομαι, πρός τι Them.Or.21.254c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναμιλλάομαι
-
2 ἐνάμιλλος
A engaged in equal contest with, a match for,τὴν φύσιν ἐ. τοῖς ἡλικιώταις Pl.Prt. 316b
, cf.Isoc.5.68;ἐ. τινὶ πρός τι Pl.R. 433d
, Criti. 110e, cf.Arist.Pol. 1283a5;τοῖς πολίταις ἐ. παρασκευάζων ἑαυτόν IG22.835.12
, cf. Plu.Comp.Ag.Gracch.3; τὰ λοίπ' ἐ. τούτοις on a par with, D.25.54;τοῖς κρατίστοις ἐ. τὸν κυνισμὸν εἶναι Jul.Or.6.182c
. Adv. -λως, τινί equally with, Isoc.12.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνάμιλλος
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский