-
1 ἐναέξω
-
2 ἐναέξω
См. также в других словарях:
εναέξω — ἐναέξω (Α) εναυξάνω, κάνω κάτι να αυξηθεί, να αναπτυχθεί μέσα … Dictionary of Greek
1 ἐναέξω
2 ἐναέξω
εναέξω — ἐναέξω (Α) εναυξάνω, κάνω κάτι να αυξηθεί, να αναπτυχθεί μέσα … Dictionary of Greek