Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐνώμοτος

См. также в других словарях:

  • ενώμοτος — ἐνώμοτος, ον (AM) 1. ο δεμένος με όρκο, ορκισμένος («τοὺς δὲ ἥκειν μάρτυρας ἐπαγομένους ἑνωμότους», Λουκιαν.) 2. επικυρωμένος, βεβαιωμένος με όρκο («ἐνώμοτος συνθήκη») 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐνώμοτος ο συνωμότης. επίρρ... ἐνωμότως ενόρκως, με όρκο …   Dictionary of Greek

  • ἐνώμοτος — bound by oath masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνωμότως — ἐνώμοτος bound by oath adverbial ἐνώμοτος bound by oath masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνώμοτον — ἐνώμοτος bound by oath masc/fem acc sg ἐνώμοτος bound by oath neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνωμότοις — ἐνώμοτος bound by oath masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνωμότου — ἐνώμοτος bound by oath masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνωμότους — ἐνώμοτος bound by oath masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνωμότῳ — ἐνώμοτος bound by oath masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενωμοτία — η (Α ἐνωμοτία) [ενώμοτος] νεοελλ. ομάδα 10 12 ανδρών πεζικού ή ιππικού που διοικούνταν από δεκανέα αρχ. 1. ομάδα ορκισμένων στρατιωτών 2. (ειδ.) στρατιωτική υποδιαίρεση στην αρχαία Σπάρτη 3. υποδιαίρεση πεντηκοστύος* 4. στρατιωτική υποδιαίρεση 26 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»