-
1 ενώμοτος
-
2 ἐνώμοτος
-
3 ενωμοτος
I2[ὄμνυμι] связанный или обязавшийся клятвойὅρκοις, οἷσιν ἦν ἐ. Soph. — клятвы, которые он дал;
θεῶν ἐ. (- v. l. ἀνώμοτος) Eur. — поклявшийся богамиIIὅ заговорщик Plut. -
4 ἐνώμοτος
A bound by oath,ὅρκων οἷσιν ἦν ἐνώμοτος S.Aj. 1113
;μάρτυρες Luc.Deor.Conc.15
. Adv.- τως
on oath,Plu.
Caes.47.II Subst., conspirator, Plu.Sert.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνώμοτος
-
5 ἐνώμοτος
-
6 ενωμότως
-
7 ἐνωμότως
-
8 ενώμοτον
-
9 ἐνώμοτον
-
10 ἐν-ώμοτος
-
11 ενωμότοις
-
12 ἐνωμότοις
-
13 ενωμότου
-
14 ἐνωμότου
-
15 ενωμότους
-
16 ἐνωμότους
-
17 ενωμότω
-
18 ἐνωμότῳ
-
19 ἐνωμοτία
A band of sworn soldiers: hence, division of the Spartan army, Hdt.1.65, Th.5.68, X.HG6.4.12, Lac.11.4, etc.II later, = λόχος, cj. in Ascl.Tact.2.2; also, a quarter of a λόχος, Arr.Tact.6.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνωμοτία
-
20 ἐπώμοτος
ἐπώμ-οτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπώμοτος
См. также в других словарях:
ενώμοτος — ἐνώμοτος, ον (AM) 1. ο δεμένος με όρκο, ορκισμένος («τοὺς δὲ ἥκειν μάρτυρας ἐπαγομένους ἑνωμότους», Λουκιαν.) 2. επικυρωμένος, βεβαιωμένος με όρκο («ἐνώμοτος συνθήκη») 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐνώμοτος ο συνωμότης. επίρρ... ἐνωμότως ενόρκως, με όρκο … Dictionary of Greek
ἐνώμοτος — bound by oath masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνωμότως — ἐνώμοτος bound by oath adverbial ἐνώμοτος bound by oath masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνώμοτον — ἐνώμοτος bound by oath masc/fem acc sg ἐνώμοτος bound by oath neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνωμότοις — ἐνώμοτος bound by oath masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνωμότου — ἐνώμοτος bound by oath masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνωμότους — ἐνώμοτος bound by oath masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνωμότῳ — ἐνώμοτος bound by oath masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενωμοτία — η (Α ἐνωμοτία) [ενώμοτος] νεοελλ. ομάδα 10 12 ανδρών πεζικού ή ιππικού που διοικούνταν από δεκανέα αρχ. 1. ομάδα ορκισμένων στρατιωτών 2. (ειδ.) στρατιωτική υποδιαίρεση στην αρχαία Σπάρτη 3. υποδιαίρεση πεντηκοστύος* 4. στρατιωτική υποδιαίρεση 26 … Dictionary of Greek