-
1 ενίοθ'
-
2 ἐνίοθ'
См. также в других словарях:
ἐνίοθ' — ἐνίοτε , ἐνίοτε at times indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ενίοθ'
2 ἐνίοθ'
ἐνίοθ' — ἐνίοτε , ἐνίοτε at times indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)