-
1 ενήρξατο
-
2 ἐνήρξατο
-
3 προεναρχομαι
ранее начинать(ἵνα, καθὼς προενήρξατο - v. l. ἐνήρξατο - οὕτως καὴ ἐπιτελέσῃ NT.)
См. также в других словарях:
ἐνήρξατο — ἐνάρχομαι begin the offering aor ind mid 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)