-
1 ἐν-υπ-άρχω
ἐν-υπ-άρχω, darin vorhanden sein, Arist. Nic. 10, 4, 8 Physic. 1, 4 u. Sp.; – ἐνύπαρκτος Dionys. Ar.
См. также в других словарях:
ενύπαρκτος — ἐνύπαρκτος, ον (Μ) 1. αυτός που υπάρχει κάπου, ο υπαρκτός 2. αυτός που δεν έχει δική του υπόσταση αλλά ενυπάρχει σε κάποιο άλλο πράγμα … Dictionary of Greek