-
1 ενωπίως
-
2 ἐνωπίως
-
3 ἐν-ώπιος
См. также в других словарях:
ἐνωπίως — ἐνώπιος facing adverbial ἐνώπιος facing masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενώπιος — (AM ἐνώπιος, ον) (το ουδ. ως επίρρ. ή πρόθ. με γεν.) ενώπιον κατά πρόσωπο, μπροστά σε κάποιον (α. «ενώπιον εμού τού συμβολαιογράφου» β. «ενώπιόν του εστάθησαν αρματωμένοι πάντες», Χρον. Mορ. γ. «ἐνώπιον ἁπάντων τῶν Ἑλλήνων», Αισχίν.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek