Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐνωπίως

См. также в других словарях:

  • ἐνωπίως — ἐνώπιος facing adverbial ἐνώπιος facing masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενώπιος — (AM ἐνώπιος, ον) (το ουδ. ως επίρρ. ή πρόθ. με γεν.) ενώπιον κατά πρόσωπο, μπροστά σε κάποιον (α. «ενώπιον εμού τού συμβολαιογράφου» β. «ενώπιόν του εστάθησαν αρματωμένοι πάντες», Χρον. Mορ. γ. «ἐνώπιον ἁπάντων τῶν Ἑλλήνων», Αισχίν.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»