-
1 ενυπαρχω
(в чём-л.) находиться, содержаться, быть внутри(τὸ ἔμρρυον τὸ ἐνυπάρχον Arst.; πολὺ τὸ γενναῖον ἐνυπάρχει τινί Plut.)
τοσοῦτον μίσους πρὸς Καίσαρα ἐνυπάρχει αὐτοῖς Plut. — вот какова их ненависть к Цезарю;ἐ. τινί и ἔν τινι Arst. — содержаться в чем-л., быть присущим кому(чему)-л.;τὸ πρῶτον ἐνυπάρχον Arst. — основная часть, первооснова;ἐν τῷ λόγῳ ἐ. Arst. — входить в состав понятия, подразумеваться;ἐ. τινί ἢ ἐνυπάρχεσθαι Arst. — содержаться в чем-л. или содержать (его в себе) -
2 ενυπάρχω
(αόρ. ενυπήρξα) αμετ.1) находиться, содержаться (в чём-л.); существовать (где-л.); 2) филос, быть имманентным
См. также в других словарях:
ενυπάρχω — βλ. πίν. 223 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ενυπάρχω — (AM ἐνυπάρχω) 1. υπάρχω κάπου, υπάρχω μέσα σε κάτι 2. είμαι έμφυτος, συμφυής αρχ. μσν. 1. βρίσκομαι σε μια κατάσταση 2. (γ πρόσ.) ἐνυπάρχει υπάρχει κάτι μέσα σε κάποιον 3. υπάρχω πραγματικά 4. περιβάλλομαι αρχ. (λογ.) περιλαμβάνομαι, περιέχομαι … Dictionary of Greek
υπένειμι — Α ενυπάρχω κάτω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἔνειμι «ενυπάρχω»] … Dictionary of Greek
εμπεριέχω — (AM ἐμπεριέχω) περικλείω, περιλαμβάνω μέσ. ενυπάρχω, υφίσταμαι … Dictionary of Greek
εμπολιτεύω — ἐμπολιτεύω (AM) 1. είμαι πολίτης, αποκτώ κάπου πολιτικά δικαιώματα 2. παθ. γίνομαι δεκτός ως πολίτης 3. μτφ. μέσ. εγκατοικώ, ενυπάρχω, επικρατώ, υφίσταμαι μόνιμα («ἀφροσύνη ένεπολίτευσε τῷ ἔθνει», Ιώσηπ.) 4. συζητώ για πολιτικά 5. (αμτβ.) εισάγω … Dictionary of Greek
ενιζάνω — ἐνιζάνω (AM) [ιζάνω] 1. κάθομαι μέσα σε κάτι, καθίζω κάπου («τὸ μὴ ἐφάπτεσθαι αὐτοῡ μηδ ἐνιζάνειν μυίας» να μην τό αγγίζουν ούτε να κάθονται πάνω του μύγες, Τζέτζ.) 2. μτφ. (για την ψυχή, τη διάνοια κ.λπ.) εγκαθίσταμαι, ενοικώ, ενυπάρχω 3. και το … Dictionary of Greek
ενυπόκειμαι — ἐνυπόκειμαι (Α) ενυπάρχω, υπόκειμαι, βρίσκομαι μέσα σε κάτι … Dictionary of Greek
επιγίγνομαι — ἐπιγίγνομαι και ἐπιγίνομαι (AM) [γίγνομαι] 1. γεννιέμαι μετά από κάποιον άλλο («oἱ επιγενόμενοι τούτῳ σοφισταί» «οὐ γὰρ ἀΐδιός ἐστιν, ἀλλ ὕστερον ἐπιγέγονεν») 2. γίνομαι μετά από κάποιον ή κάτι («οὔπω πατὴρ ἦν, ὕστερον δ ἐπεγένετο πατήρ») 3.… … Dictionary of Greek
περίκειμαι — ΝΑ [κείμαι] είμαι τοποθετημένος γύρω από κάτι, περιβάλλω κάτι από παντού, βρίσκομαι γύρω από κάτι αρχ. 1. φέρω κάτι γύρω στο σώμα μου, ντύνομαι, φορώ 2. μτφ. ενυπάρχω σε κάτι, έχω προσαφθεί σε κάτι 3. (η μτχ. εν. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ… … Dictionary of Greek
προεγκάθημαι — Α ενυπάρχω εκ τών προτέρων («οἱ διὰ τὰς προεγκαθημένας αὐτοῑς ὁρμὰς ὀλιγωροῡντες τοῡ καθήκοντος», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐγκάθημαι «ενεδρεύω, ελλοχεύω»] … Dictionary of Greek
συνένειμι — Α ενυπάρχω μαζί με κάποιον ή με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἔνειμι «βρίσκομαι μέσα σε κάτι»] … Dictionary of Greek