-
1 ενυβρίζεσθαι
-
2 ἐνυβρίζεσθαι
См. также в других словарях:
ἐνυβρίζεσθαι — ἐνυβρίζω insult pres inf mp ἐνῡβρίζεσθαι , ἐνυβρίζω insult pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ενυβρίζεσθαι
2 ἐνυβρίζεσθαι
ἐνυβρίζεσθαι — ἐνυβρίζω insult pres inf mp ἐνῡβρίζεσθαι , ἐνυβρίζω insult pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)