Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐντριβῇ

См. также в других словарях:

  • εντριβή — η 1. το τρίψιμο. 2. (ιατρ.), η τριβή της επιφάνειας του δέρματος με την παλάμη ή με ειδικό όργανο για πρόκληση υπεραιμικού ερεθισμού ή για απορρόφηση φαρμακευτικών ουσιών, η μάλαξη, το μασάζ. 3. η φαρμακευτική ύλη που χρησιμοποιείται για εντριβή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εντριβή — η 1. η ενέργεια τού εντρίβω, τρίψιμο 2. ιατρ. το τρίψιμο τού δέρματος, με την παλάμη ή με ειδικό όργανο, για να προκληθεί υπεραιμία ή να απορροφηθεί φαρμακευτική ή άλλη ουσία 3. συνεκδ. η αλοιφή ή το υγρό που χρησιμοποιείται για τρίψιμο …   Dictionary of Greek

  • ἐντριβῆ — ἐντριβής proved by rubbing neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐντριβής proved by rubbing masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐντριβής proved by rubbing masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντριβῇ — ἐντρίβω rub in aor subj pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εντριπτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εντριβή, χρήσιμος, κατάλληλος για εντριβή …   Dictionary of Greek

  • έντριμμα — το (Α ἔντριμμα) νεοελλ. ουσία εξωτερικής χρήσεως, π.χ. υγρό, αλοιφή, κατάλληλα για εντριβή αρχ. καλλυντικό τού προσώπου, ψιμύθιο …   Dictionary of Greek

  • έντριψη — ἔντριψις, η (Α) εντριβή, επάλειψη με αλοιφή ή υγρό, μασάζ αρχ. 1. επάλειψη τού προσώπου με ψιμύθιο ή άλλο καλλυντικό 2. η ουσία με την οποία αλείφεται ή τρίβεται κανείς, κυρίως το ψιμύθιο …   Dictionary of Greek

  • ανάτριψη — η (Α ἀνάτριψις) [ανατρίβω] παρατεταμένο ελαφρό τρίψιμο του δέρματος, εντριβή, μάλαξη …   Dictionary of Greek

  • κηρεμβροχή — κηρεμβροχή, ἡ (Α) θερμό έμπλαστρο από λειωμένο κερί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + ἐμβροχή «εντριβή με αλοιφή»] …   Dictionary of Greek

  • ξηροτριβία — ξηροτριβία, ἡ (Α) [ξηροτριβώ] εντριβή που γίνεται χωρίς τη χρήση λαδιού ή άλλου ελαιώδους υγρού, ξηρό τρίψιμο («αἱ ξηροτριβίαι στερεὰν τὴν σάρκα παρασκευάζουσιν», Γαλ.) …   Dictionary of Greek

  • περίτριμμα — το, ΝΜΑ [περιτρίβω] 1. αυτό που αποβάλλεται με τριβή από κάτι, απότριμμα, θρύμμα, απόρριμα 2. μτφ. (για πρόσ.) άνθρωπος ευτελής, τιποτένιος, κάθαρμα (α. «περίτριμμα τής κοινωνίας» β. «ψευδῶν συγκολλητής... εὑρησιεπής, περίτριμμ ἀγορᾱ...», Αριστοφ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»