Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐντρεπτικόν

См. также в других словарях:

  • ἐντρεπτικόν — ἐντρεπτικός fit to put one to shame masc acc sg ἐντρεπτικός fit to put one to shame neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εντρεπτικός — ἐντρεπτικός, ή, όν (AM) επιτιμητικός, επιπληκτικός μσν. επίρρ. ἐντρεπτικῶς επιτιμητικά, επιπληκτικά, ελεγκτικά αρχ. 1. αυτός που επιβάλλει τον σεβασμό 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐντρεπτικόν η συναίσθηση τής αισχύνης, τής ντροπής …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»