-
1 εντρεπτικόν
ἐντρεπτικόςfit to put one to shame: masc acc sgἐντρεπτικόςfit to put one to shame: neut nom /voc /acc sg -
2 ἐντρεπτικόν
ἐντρεπτικόςfit to put one to shame: masc acc sgἐντρεπτικόςfit to put one to shame: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
ἐντρεπτικόν — ἐντρεπτικός fit to put one to shame masc acc sg ἐντρεπτικός fit to put one to shame neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντρεπτικός — ἐντρεπτικός, ή, όν (AM) επιτιμητικός, επιπληκτικός μσν. επίρρ. ἐντρεπτικῶς επιτιμητικά, επιπληκτικά, ελεγκτικά αρχ. 1. αυτός που επιβάλλει τον σεβασμό 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐντρεπτικόν η συναίσθηση τής αισχύνης, τής ντροπής … Dictionary of Greek