-
1 εντομή
-
2 ἐντομῇ
-
3 εντομή
-
4 ἐντομή
-
5 εντομη
-
6 ἐντομή
ἐντομ-ή, ἡ,A slit, groove, Hp.Art.33,47; in insects, notch, incision, Arist.HA 487a33(pl.), 523b14(pl.);ἐντομαὶ κτενός Luc.Am.44
.3 narrow gorge, cleft, D.S.1.32. -
7 εντομή
η1) разрез; надрез, насечка; надсечка, зарубка (действие); 2) вырезание (тж. мед.) -
8 ἐντομή
ἐν-τομή, ἡ, das Einschneiden, der Einschnitt; Kluft, Spalt -
9 εντομή
1) groove2) incisionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εντομή
-
10 σφήξ
σφήξ, σφηκός, ὁ, die Wespe, vespa; II. 12, 167. 16. 259, Her. 2. 92. u. s. f.; Ar. Ach. 829 u. öfter; Plat. Phaed. 82 b; Arist. H. A. 9, 41 u. A.; bei Nic. arithm. 2, 16 ὄγκος ὁ τῶν σφηκῶν u. ἡ τοῦ σφηκὸς ἐντομή.
-
11 εντομής
-
12 ἐντομῆς
-
13 εντομαίς
-
14 ἐντομαῖς
-
15 εντομαί
-
16 ἐντομαί
-
17 εντομών
-
18 ἐντομῶν
-
19 εντομάς
-
20 ἐντομάς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐντομῇ — ἐντομή slit fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντομή — slit fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντομή — η (Α ἐντομή) εγκοπή, σχισμή, αυλάκωμα νεοελλ. 1. ανατ. ονομασία που δίνεται σε σχισμές ή αύλακες που παρατηρούνται σε διάφορα οστά ή άλλα όργανα 2. κάθε τομή τού φλοιού που αποβλέπει στην ενδυνάμωση τού φυτού («εγκάρσια εντομή», «δακτυλοειδής… … Dictionary of Greek
εντομή — η 1. σχισμή, εγκοπή, χαραγή, αυλάκωμα. 2. (ανατ.), σχισμή ή αυλάκι σε κόκαλα ή σε άλλα όργανα: Μεσοσπονδύλια εντομή. 3. (βοτ.), κάθε τομή (χάραξη) του φλοιού για το δυνάμωμα του φυτού: Εγκάρσια εντομή. 4. (ναυτ.), κενό σε ξύλο, όπου μπαίνει και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐντομαῖς — ἐντομή slit fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντομαί — ἐντομή slit fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντομῆς — ἐντομή slit fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντομήν — ἐντομή slit fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντομῶν — ἐντομή slit fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράκι — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Ρόδου, του νομού Δωδεκανήσου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαλώνος. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ.), στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου, του νομού Ηρακλείου. Είναι έδρα … Dictionary of Greek
αγκώνας — Η εξωτερική καμπή του άνω άκρου, μεταξύ βραχίονα και αντιβραχίου. Η άρθρωση του α. είναι σύνθετη. Αποτελείται από δύο αρθρώσεις, την πηχεοβραχιόνιο και την άνω κερκιδωλενική, οι οποίες περιβάλλονται από κοινό αρθρικό θύλακο. Η πηχεοβραχιόνιος… … Dictionary of Greek