Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἐντιμότης

См. также в других словарях:

  • ἐντιμότης — honour fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντιμότητα — ἐντιμότης honour fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εντιμότητα — η (Α ἐντιμότης) νεοελλ. 1. η ιδιότητα τού έντιμου, τιμιότητα, ευσυνειδησία 2. ως τιμητική προσφώνηση («η Υμετέρα Εντιμότης», «η Εντιμότητά Σας») αρχ. η υπόληψη, η αναγνώριση τής αξίας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»