-
1 εντιμοτης
См. также в других словарях:
ἐντιμότης — honour fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντιμότητα — ἐντιμότης honour fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντιμότητα — η (Α ἐντιμότης) νεοελλ. 1. η ιδιότητα τού έντιμου, τιμιότητα, ευσυνειδησία 2. ως τιμητική προσφώνηση («η Υμετέρα Εντιμότης», «η Εντιμότητά Σας») αρχ. η υπόληψη, η αναγνώριση τής αξίας … Dictionary of Greek