-
1 εντελεχεια
ἥ филос. энтелехия, полное раскрытие внутри заложенной цели, т.е. законченная (полная) действительность, осуществленностьτοῦ δυνάμει ὄντος λόγος ἥ ἐ. (ἐστιν) Arst. — основание того, что существует в возможности, есть энтелехия;
ἐνέργεια συντείνει πρὸς τέν ἐντελέχειαν Arst. — деятельность тяготеет к действительности;τὸ ᾠὸν κατὰ δύναμιν μέν ἐστι νεοσσός, κατ΄ ἐντελέχειαν δ΄ οὐκ ἔστιν Sext. — яйцо является птенцом в возможности, но не энтелехиально -
2 εντελέχεια
η филос, энтелехия -
3 δυναμις
1) сила, мощь(αἱ τοῦ σώματος δυνάμεις Plat. и σωματικέ δ. Polyb.; ἥ τοῦ θερμοῦ, τοῦ κινοῦντος δ. Arst.)
ὅση δ. πάρεστιν или οἵη ἐμέ δ. καὴ χεῖρες ἕπονται Hom. — насколько хватит (моих) сил;ὅ νόμος ἀναγκαστικέν ἔχει δύναμιν Arst. — закон имеет принудительную силу;2) могущество, власть(θεῶν Eur.; κατὰ θάλατταν Arst.)
δυνάμει προύχοντες Thuc. — превосходящие по силам;ἡγεμονικέ δ. Polyb. — авторитет полководца3) способность, возможность(τῆς ὄψεως, τοῦ φθέγγεσθαι Arst.)
κατὰ, πρὸς и εἲς δύναμιν Plat. — по (в меру) возможности, насколько возможно;4) свойствоἥ τῆς γῆς δ. Xen. — плодородие почвы5) филос. возможность, потенцияτὸ δυνάμει ( или κατὰ δύναμιν) ὄν, ἐντελεχείᾳ ( или ἐνεργείᾳ) μέ ὄν Arst. — существующее потенциально, но не в действительности
6) вооруженные силы, войска(δ. καὴ πεζέ καὴ ἱππικέ καί ναυτική Xen.; αἱ τῶν Καρχηδονίων δυνάμεις Polyb.)
7) ценность, стоимость(χρημάτων Thuc.; τοῦ νομίσματος Plut.)
8) значение, смысл(ὀνομάτων Plat., Lys.; τέν αὐτέν δύναμιν ἔχειν Lys., Dem.; οὐκ εἰδότες τίνα δύναμιν ἔχει τοῦτο Polyb.)
9) средство, снадобье(τὰς τριχὰς δυνάμεσί τισι ποιῆσαι πολιάς Diod.; κόκκοι τινὲς καὴ δυνάμεις ἄλλαι Plut.)
10) мат. степень, преимущ. квадратная Plat., Arst.11) мат. сторона квадрата Plat.
См. также в других словарях:
ἐντελεχεία — ἐντελεχείᾱ , ἐντελέχεια full fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντελεχείᾳ — ἐντελεχείᾱͅ , ἐντελέχεια full fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εντελέχεια — (entelecheia) (греч.) см. Энтелехия. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
ἐντελέχεια — full fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντελέχεια — Όρος που χρησιμοποίησε ο Αριστοτέλης κατ’ αντιδιαστολή προς τη δύναμη, για να υποδηλώσει μια πραγματικότητα, που έφτασε στον ανώτερο βαθμό ανάπτυξής της. Σε ορισμένες περιπτώσεις η ε. ταυτίζεται με την ενέργεια, αλλά συχνότερα διακρίνεται από… … Dictionary of Greek
εντελέχεια — η (φιλοσ.) 1. η μορφοποίηση της ύλης, η μετάβασή της από την αδρανή κατάσταση στην ενεργό, που γίνεται με την πρόσληψη της τέλειας και πραγματικής μορφής με μέσο τη διαμορφωτική ενέργεια που υπάρχει μέσα στην ύλη, η πλήρης (εντελής)… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐντελεχείας — ἐντελεχείᾱς , ἐντελέχεια full fem acc pl ἐντελεχείᾱς , ἐντελέχεια full fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Энтелехия — (εντελέχεια) термин Аристотелевской философии, обозначающий актуальность, осуществленную цель, действительность. Э.. противоположна возможности (δύναμις, potentia) и есть осуществление того, что заложено как возможность в материи; в этом смысле… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ἐντελεχειῶν — ἐντελέχεια full fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντελεχείαις — ἐντελέχεια full fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντελέχειαι — ἐντελέχεια full fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)