-
1 εντεθωρακίσθαι
-
2 ἐντεθωρακίσθαι
См. также в других словарях:
ἐντεθωρακίσθαι — ἐντεθωρᾱκίσθαι , ἐνθωρακίζω arm perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εντεθωρακίσθαι
2 ἐντεθωρακίσθαι
ἐντεθωρακίσθαι — ἐντεθωρᾱκίσθαι , ἐνθωρακίζω arm perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)