-
1 ενταφιάσει
ἐνταφίασιςfem nom /voc /acc dual (attic epic)ἐνταφιάσεϊ, ἐνταφίασιςfem dat sg (epic)ἐνταφίασιςfem dat sg (attic ionic)ἐνταφιάζωprepare for burial: aor subj act 3rd sg (epic)ἐνταφιάζωprepare for burial: fut ind mid 2nd sgἐνταφιάζωprepare for burial: fut ind act 3rd sg -
2 ἐνταφιάσει
ἐνταφίασιςfem nom /voc /acc dual (attic epic)ἐνταφιάσεϊ, ἐνταφίασιςfem dat sg (epic)ἐνταφίασιςfem dat sg (attic ionic)ἐνταφιάζωprepare for burial: aor subj act 3rd sg (epic)ἐνταφιάζωprepare for burial: fut ind mid 2nd sgἐνταφιάζωprepare for burial: fut ind act 3rd sg -
3 ἐνταφιάζω
ἐνταφιάζω fut. 3 sg. ἐνταφιάσει (TestJud 26:3) (s. next entry and τάφος; Anth. Pal. 11, 125, 5; Plut., Mor. 995c; SIG 1235, 5 [I A.D.]; Gen 50:2; AssMos Fgm. g; TestJud 26:3) prepare for burial, bury, J 19:40. πρὸς τὸ ἐνταφιάσαι με to prepare me for burial Mt 26:12.—DELG s.v. θάπτω. M-M.
См. также в других словарях:
ἐνταφιάσει — ἐνταφίασις fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐνταφιάσεϊ , ἐνταφίασις fem dat sg (epic) ἐνταφίασις fem dat sg (attic ionic) ἐνταφιάζω prepare for burial aor subj act 3rd sg (epic) ἐνταφιάζω prepare for burial fut ind mid 2nd sg ἐνταφιάζω prepare… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξανθρωπίζω — (AM ἐξανθρωπίζω) [εξάνθρωπος] μσν. νεοελλ. εξημερώνω, εκπολιτίζω μσν. παθ. 1. πεθαίνω («ἐάν ἐξανθρωπισθῶ ἀποτουνῡν νὰ μὲ ἐνταφιάσει ἡ ἐμὴ γυνή», διαθήκη 15ου αιώνα) 2. (για ζώα) αποκτώ ανθρώπινες ιδιότητες αρχ. 1. κάνω κάτι προσιτό ή κατάλληλο… … Dictionary of Greek
Αργεία — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Ωκεανού, σύζυγος του Ινάχου, μητέρα του Φορωνέα και της Ιούς. 2. Σύζυγος του Πολύβου, μητέρα του αργοναύτη Άργου. 3. Κόρη του Αδράστου και της Αμφιθέας, σύζυγος του Πολυνείκη. Βοήθησε την Αντιγόνη να… … Dictionary of Greek
Λέχαιο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 3.952 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στην ακτή του Κορινθιακού κόλπου, 8 χλμ. Δ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Άσσου Λεχαίου. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Κολομπότσι. Αποτελεί αξιόλογο παραθεριστικό… … Dictionary of Greek