-
1 ενταφιάζεσθαι
-
2 ἐνταφιάζεσθαι
См. также в других словарях:
ἐνταφιάζεσθαι — ἐνταφιάζω prepare for burial pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ενταφιάζεσθαι
2 ἐνταφιάζεσθαι
ἐνταφιάζεσθαι — ἐνταφιάζω prepare for burial pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)