-
1 εντέξη
-
2 ἐντέξῃ
-
3 ἐντίκτω
A bear or produce in,δόμοις τοῖσδ' ἄρσεν' ἐντίκτω κόρον E.Andr.24
; ᾠὰ ἐ. ἐς τὴν ἰλύν drop eggs into the mud, Hdt.2.93: abs., bear children in a place, Th.3.104;ἐντίκτουσιν ἐνταῦθα Arist.HA 552b29
; ἐν τῇ τῶν ἐλαττόνων ὀρνίθων νεοττιᾷ ἐ., of the cuckoo, ib. 563b31.2 create or cause in,τὸ κακοῦργον.. ἐντίκτει Κύπρις ἐν ταῖς σοφαῖσιν E.Hipp. 642
; ἐ. ἔρωτας, ἔχθρας ὄγκον, φθόνους, ἀνελευθερίαν, εὐχέρειαν τοῖς νέοις πονηρίας, σωφροσύνην, Pl.Lg. 870a, 843b, 870c, Phdr. 256e, R. 392a, 410a;τοῖς νέοις ζῆλον Plb.12.26c
.4; ἐντέξῃ is dub. in Ar.Lys. 553.II [tense] pf. part. ἐντετοκώς, intr., inborn, innate,νόσον.. ἐν τῇ πόλει ἐντετοκυῖαν Id.V. 651
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐντίκτω
-
4 ἐν-τίκτω
ἐν-τίκτω (s. τίκτω), darin erzeugen, gebären; δόμοις τοῖςδ' ἄρσεν' ἐντίκτω κόρον Eur. Andr. 24; durch die Geburt mittheilen, anerschaffen, πολέμους τῷ σώματι Plat. Tim. 88 e; überh. in Etwas hervorbringen, mittheilen, τὸ κακοῦργον ἐντίκτει Κύπρις ἐν ταῖς σοφαῖσιν Eur. Hipp. 642; ἤνπερ ἐντέξῃ τέτανον ἀνδράσι Ar. Lys. 553; μεγάλα ἐνέτικτεν ἀγαϑά Plat. Polit. 273 c; πολλὴν πονηρίας εὐχέρειαν τοῖς νέοις Rep. III, 392 a; δόξας τοῖς ἐντυγχάνουσιν Pol. 12, 23, 2; τοῦτο τῇ συγκλήτῳ, diese Meinung beibringen, Pol. 17, 11, 4. – Bei Ar. Vesp. 651 ist νόσος ἐντετοκυῖα angeboren.
См. также в других словарях:
ἐντέξῃ — ἐντίκτω bear fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)