Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐντάφια

См. также в других словарях:

  • ἐντάφια — ἐντάφιος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνταφιάσας — ἐνταφιά̱σᾱς , ἐνταφιάζω prepare for burial fut part act fem acc pl (doric) ἐνταφιά̱σᾱς , ἐνταφιάζω prepare for burial fut part act fem gen sg (doric) ἐνταφιάσᾱς , ἐνταφιάζω prepare for burial aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνταφιάσαι — ἐνταφιά̱σᾱͅ , ἐνταφιάζω prepare for burial fut part act fem dat sg (doric) ἐνταφιάζω prepare for burial aor inf act ἐνταφιάσαῑ , ἐνταφιάζω prepare for burial aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εντάφιος — α, ο (AM ἐντάφιος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται στον τάφο («όλη μαύρη μυρμηγκιάζει η εντάφια συντροφιά», Σολωμός) 2. αυτός που βρίσκεται κοντά στον τάφο («κατά τα εντάφια χόρτα», Σολωμός) αρχ. μσν. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐντάφιον σάβανο («ὡς …   Dictionary of Greek

  • εντάφιος — α, ο 1. που αναφέρεται στην ταφή (τον ενταφιασμό). 2. που ανήκει στο νεκρό που ενταφιάζεται ή που χρησιμοποιείται στον ενταφιασμό του: Εντάφια σκεύη. 3. που βρίσκεται στον τάφο: Όλη μαύρη μυρμηγκιάζει η εντάφια συντροφιά (Δ. Σολωμός). 4. που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τέρχνος — και τρέχνος, εος, τὸ, Α 1. νεαρός βλαστός, βλαστάρι 2. στον πληθ. τέρχνεα (κατά τον Ησύχ.) «ἐντάφια». [ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός σε νος (πρβλ. ἔρ νος, κτῆ νος), άγνωστης ετυμολ. Η σημ. που αποδόθηκε στη λ. από τον Ησύχιο «τέρχνεα ἐντάφια» συνδέεται με… …   Dictionary of Greek

  • μυρμηγκιάζω — και μερμηγκιάζω [μυρμήγκι] 1. γεμίζω από μυρμήγκια 2. είμαι ή γίνομαι πολύς, αυξάνομαι σε αριθμό, όπως τα μυρμήγκια («όλη μαύρη μυρμηγκιάζει, / μαύρη η εντάφια συντροφιά», Σολωμ.) 3. αισθάνομαι κνησμό, φαγούρα. 4. μουδιάζω …   Dictionary of Greek

  • ταρφήεντα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐντάφια τεφρώδη» …   Dictionary of Greek

  • ταρφήϊα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐντάφια» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»