Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐνστερνίζομαι

  • 1 ἐνστερνίζομαι

    ἐνστερνίζομαι pf. mid. ptc. ἐνεστερνισμένος (late word, only in Christian wr., usu. in mid.; Hesych.; Suda; Psellus p. 72, 17; B-D-F §123, 2) to store away within oneself ἐπιμελῶς ἐ. ἦτε τοῖς σπλάγχνοις (sc. τ. λόγους) you had carefully stored away in the depths of your being 1 Cl 2:1.—DELG s.v. στέρνον.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἐνστερνίζομαι

  • 2 σπλάγχνον

    σπλάγχνον, ου, τό (s. prec. entry; Hom.+, almost always pl. σπλάγχνα, ων, τά; ins, pap, LXX; PsSol 2:14; TestSol 18:29; TestAbr A 3 p. 80, 7 [Stone p. 8]; A 5 p. 80, 20 [St. p. 12]; Test12Patr)
    the inward parts of a body, including esp. the viscera, inward parts, entrails, lit. (Hom. et al.; ins; PRyl 63, 6; 2 Macc 9:5f; 4 Macc 5:30; 10:8; Philo; Jos., Bell. 2, 612) Ac 1:18 (Appian, Bell. Civ. 2, 99 §410 of Cato’s suicide προπεσόντων αὐτῷ τῶν σπλάγχνων).
    as often in the ancient world, inner body parts served as referents for psychological aspects (s. καρδία): of the seat of the emotions, in our usage a transference is made to the rendering heart, fig. (Aeschyl. et al.; Pr 12:10; Sir 30:7; PsSol 2:14; TestAbrA; TestLevi 4:4, al. in Test12Patr; JosAs 6:1; Jos., Bell. 4, 263.—On Engl. ‘bowels’ in this sense s. OED s.v. bowel sb. 3), in our lit. mostly as the seat and source of love (so Herodas 1, 57; Theocr. 7, 99; Dionys. Hal. 11, 35, 4), sympathy, and mercy (not exclusively Semitic, cp. SEG XXVIII, 541, 14) σπλάγχνα ἐλέους the merciful heart (qualitative gen.; TestZeb 7:3; 8:2) Lk 1:78. Also σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ Col 3:12. σπλάγχνα καὶ οἰκτιρμοί affection and sympathy Phil 2:1 (on the constr. s. B-D-F §137, 2; Rob. 130; difft. HNT ad loc.). τὰ σπλ. αὐτοῦ εἰς ὑμᾶς ἐστιν his heart goes out to you 2 Cor 7:15. ἐν τοῖς σπλ. ὑμῶν in your own hearts 6:12. σπλάγχνα ἔχειν ἐπί τινα have compassion for someone 1 Cl 23:1. κλείειν τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ ἀπό τινος close one’s heart to someone in need 1J 3:17. ἀναπαύειν τὰ σπλ. τινός (ἀναπαύω 1) Phlm 20; pass., vs. 7.—On τοὺς λόγους αὐτοῦ ἐνεστερνισμένοι ἦτε τοῖς σπλάγχνοις 1 Cl 2:1 s. ἐνστερνίζομαι. By metonymy
    of the feeling itself, pl. love, affection (Wsd 10:5; TestZeb 8:2; TestNapht 4:5) τὰ σπλ., ἃ ἔχετε ἐν Χρ. Ἰ. IPhld 10:1. ἐπιποθεῖν τινα ἐν σπλάγχνοις Χριστοῦ Ἰ. long for someone with the affection of Christ Jesus Phil 1:8.—Love=the object of love (Artem. 1, 44; 5, 57) αὐτόν, τοῦτʼ ἔστιν τὰ ἐμὰ σπλ. him, my beloved Phlm 12 (or in mng. 2, my very heart).—Sing. (Jos., Ant. 15, 359), fig. (occasionally since Soph., Aj. 995; BGU 1139, 17 [5 B.C.]) mercy, love σπλάγχνον ἔχειν ἐπί τινα Hs 9, 24, 2.—B. 1085f. New Docs 3, 84. DELG s.v. σπλήν. M-M. EDNT. TW. Spicq.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > σπλάγχνον

См. также в других словарях:

  • ενστερνίζομαι — ενστερνίζομαι, ενστερνίστηκα βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ενστερνίζομαι — (AM ἐνστερνίζομαι και ένστερνίζω) [στερνίζομαι] 1. αποδέχομαι πρόθυμα, επιδοκιμάζω 2. δέχομαι ιδέα κ.λπ. στο βάθος τής ψυχής μου αρχ. μσν. ενεργ. αγκαλιάζω …   Dictionary of Greek

  • ενστερνίζομαι — ενστερνίστηκα, ενστερνισμένος, μτφ., δέχομαι στο βάθος της ψυχής μου κάτι, το επιδοκιμάζω απόλυτα: Ενστερνίστηκε τις σοσιαλιστικές ιδέες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εγκολπίζω — ἐγκολπίζω (AM) μσν. 1. παίρνω κάποιον στον κόλπο μου, αγκαλιάζω 2. (για ακτή) σχηματίζω κόλπο αρχ. 1. πλέω μέσα στον κόλπο ή κατά μήκος τής ακτής 2. εκσπερματώνω μέσα στον κόλπο τής γυναίκας 3. αποδέχομαι, ενστερνίζομαι 4. περιλαμβάνω σε θαλάσσιο …   Dictionary of Greek

  • εγκολπώνομαι — (AM ἐγκολπῶ, όω) τοποθετώ στον κόλπο μου, στο στήθος ή στις τσέπες μου μσν. νεοελλ. ενστερνίζομαι, αποδέχομαι ανεπιφύλαχτα («εγκολπώνομαι τις νέες ιδέες», «τὴν θείαν ἀγάπην ἐγκολπωσάμενοι») αρχ. 1. (για ακτή) σχηματίζω κόλπους 2. φουσκώνω τα… …   Dictionary of Greek

  • εν(ε)στερνισμένως — ἐν(ε)στερνισμένως (Μ) [ενστερνίζομαι] επίρρ. 1. στο στέρνο 2. μτφ. αρεστώς, με τρόπο ευπρόσδεκτο …   Dictionary of Greek

  • εναγκαλίζομαι — (AM ἐναγκαλίζομαι) 1. παίρνω ή σφίγγω στην αγκαλιά μου, αγκαλιάζω 2. ενστερνίζομαι, προσοικειώνομαι κάτι, ακολουθώ με ζήλο («τὴν ὁμηρικὴν ἀσέβειαν ἐνηγκαλίσατο φιλοστόργως», Ηράκλειτ.) αρχ. 1. περιβάλλω κυκλικά 2. μέσ. περιβάλλομαι από κάτι («τὰ… …   Dictionary of Greek

  • περιπλέκω — ΝΜΑ 1. πλέκω κάτι γύρω από κάτι άλλο, περιβάλλω κάτι πλέκοντας (α. «ούτε κισσός, π αναίσθητος την πέτρα περιπλέκει, ούτ αστραπή που σβήνεται χωρίς αστροπελέκι», Βαλαωρ. β. «περιπλέξητε αὐτοῑς τὰ σκέλη περὶ τὴν γαστέρα», Λουκιαν.) 2. (η μτχ. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • φιλοφρονώ — φιλοφρονῶ, έω, ΝΜΑ [φιλόφρων, ονος] φέρομαι με φιλοφροσύνη, με ευγένεια αρχ. 1. (με δοτ. προσ.) δείχνω φιλοφροσύνη σε κάποιον («ὁ δὲ Κῡρος ἰδὼν αὐτὸν ἄλλο μὲν οὐδὲν ἐφιλοφρονήσατο αὐτῷ», Ξεν.) 2. (για πράγμ.) ευφραίνω, ευχαριστώ 3. (αμτβ.) είμαι… …   Dictionary of Greek

  • εγκολπώνομαι — εγκολπώθηκα, εγκολπωμένος, μτβ. 1. παίρνω κάτι στην αγκαλιά μου ή στις τσέπες μου, το αγκαλιάζω ή το τσεπώνω: Εγκολπώθηκε κρυφά τα 100 ευρώ. 2. μτφ., αποδέχομαι με ευχαρίστηση, ενστερνίζομαι: Εγκολπώθηκε τις σοσιαλιστικές ιδέες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υιοθετώ — υιοθέτησα, υιοθετήθηκα, υιοθετημένος 1. αναγνωρίζω επίσημα ξένο τέκνο ως δικό μου, το κάνω παιδί μου: Υιοθέτησε ένα κορίτσι από το ορφανοτροφείο. 2. μτφ., αποδέχομαι ξένες ιδέες ή ενέργειες ως δικές μου, τις ενστερνίζομαι, τις εγκρίνω: Η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»