Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐνσπείρω

  • 1 ενσπειρω

        досл. (где-л.) рассеивать, перен. распространять
        

    (ὅ λόγος ἐνέσπαρται Xen. - v. l. ἔσπαρται)

    Древнегреческо-русский словарь > ενσπειρω

  • 2 ἐνσπείρω

    ἐνσπείρω, [dialect] Ep. [pref] ἐνισπ-,
    A sow in,

    ἐνισπείρας [ὀδόντας] πεδίοισιν A.R.3.1185

    :—[voice] Pass.,

    ἡμῖν οὐδέν τι παραπλησία ψυχὴ τοῖς ἄλλοις ἐ. ζῴοις Jul. Or.6.194c

    ;

    ὑπὸ φύσεως Iamb.Myst.3.27

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνσπείρω

  • 3 ενσπείρω

    (αόρ. ενέσπειρα, παθ. αόρ. ενεσπάρην) μετ. прям., перен. сеять;

    ενσπείρω πανικόν (φόβον) — сеять панику (страх)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ενσπείρω

  • 4 ἐνσπείρω

    ἐν-σπείρω, einstreuen, einsäen, von Kadmos; übertr., ὁ λόγος πολὺς ἤδη ἐνέσπαρται, es hat sich das Gerücht sehr verbreitet

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > ἐνσπείρω

  • 5 ενσπείρω

    sow

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ενσπείρω

  • 6 ενεσπάρην

    παθ. αόρ. от ενσπείρω

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ενεσπάρην

  • 7 задать

    ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. дать)
    1. δίνω• βάζω•

    задать работу δίνω δουλειά•

    задать задачу δίνω πρόβλημα•

    задать вопрос βάζω ερώτηση•

    -уроки δίνω κατ οίκον εργασία (σπιτική δουλειά) προφορική ή γραπτή•

    задать бал δίνω χορό•

    задать страх ενσπείρω το φόβο•

    задать головомойку δίνω (βάζω) κατσάδα•

    задать загадку βάζω αίνιγμα.

    || τιμωρώ•

    я ему задам θα του τις δώσω (βρέξω), θα τις φάει.

    2. δίνω τροφή στα ζώα•

    овса лошади δίνω βρώμη στο άλογο.

    εκφρ.
    задать жару – α) δίνω κατσάδα, τράκο• περιαρπάζω, β) επιφορτίζω, παραφορτώνω•
    задать перцу кому – βάζω πόστα, στολίζω, δίνω την παπάρα•
    задать тон – δίνω τον τόνο ή το παράδειγμα.
    1. προτίθεμαι, βάζω, καθορίζω•

    задать целью изучить русский язык βάζω για σκοπό (σκοπεύω) να μάθω τη ρωσική γλώσσα.

    2. συμβαίνω, λαμβάνω χώ-ραν, τυχαίνω, λαχαίνω.
    3. στέργω, ευδοκώ.

    Большой русско-греческий словарь > задать

  • 8 напустить

    -ущу, -устишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. напущенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. ίαφήνω, απολύω, ανοίγω•

    напустить воды в ванну αφήνω να τρέξει πολύ νερό στη μπανιέρα•

    напустить дыму в комнату αφήνω να μπει πολύς καπνός στο δωμάτιο•

    собака -ла блох το σκυλί άφησε πολλούς ψύλλους, μας γέμισε ψύλλους.

    || επιτρέπω να μπει, να κατοικήσει•

    напустить жильцов в дом επιτρέπω ενοικιαστές στο σπίτι.

    2. κατεβάζω, χαμηλώνω•

    напустить волосы на лоб αφήνω να πέσουν τα μαλλιά στο μέτωπο.

    3. προσποιούμαι, κάνω, παρασταίνω•

    напустить на себя важность κάνω το σοβαρό, σοβαροποιούμαι•

    напустить равнодушие κάνω τον αδιάφορο•

    напустить на себя строгость κάνω τον αυστηρό.

    4. (κυνηγ.) λύνω, απολύω•

    напустить собаку на зайца απολύω το σκυλί για λαγό.

    || παρακινώ, προτρέπω.
    5. μαγεύω, κάνω μάγια (ν αρρωστήσει ή να πάθει). || εμπνέω, εμβάλλω• προξενώ ενσπείρω;
    επιτίθεμαι (με βρισιές, μομφές κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > напустить

  • 9 sow

    1) ενσπείρω
    2) σπέρνω

    English-Greek new dictionary > sow

См. также в других словарях:

  • ενσπείρω — ενσπείρω, ενέσπειρα βλ. πίν. 217 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ενσπείρω — (AM ἐνσπείρω, Α και επικ. τ. ένισπείρω) [σπείρω] διαδίδω, διασκορπίζω («ενέσπειρε πανικό στον στρατό») μσν. εμφυτεύω αρχ. σπείρω σ έναν τόπο …   Dictionary of Greek

  • παρενσπείρω — ΝΑ [ενσπείρω] σπέρνω ανάμεσα, διασπείρω, σπέρνω εδώ κι εκεί («παρενεσπάρη τούτοις», Γρηγ. Νύσσ.) νεοελλ. μτφ. ενσπείρω με δόλιο τρόπο («παρενέσπειρε διχόνοιες μεταξύ τών μελών τής οικογένειας») …   Dictionary of Greek

  • σπείρω — ΝΜΑ, και σπέρνω Ν, και αιολ. τ. σπέρρω Α 1. ρίχνω σπόρο στο έδαφος για να βλαστήσει (α. «τίποτε ξεχωριστό λουλούδι δε θα σπείρω», Παλαμ. β. «ἔσπειρεν ἐπὶ τὴν γῆν τὴν αγαθήν», ΚΔ γ. «σῑτον δὲ καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται», Ηρόδ.) 2. γονιμοποιώ,… …   Dictionary of Greek

  • εγκαταφυτεύω — ἐγκαταφυτεύω (Α) εμφυτεύω, ενσπείρω …   Dictionary of Greek

  • εμποιώ — ( έω) (AM ἐμποιῶ) 1. προξενώ, παράγω, επιφέρω, ενσπείρω, εμφυσώ 2. (για ψυχικές καταστάσεις) εμβάλλω, κάνω να γεννηθεί, προκαλώ, δημιουργώ («ἐλπίδας ἐμποιεῑ ἀνθρώποις», Ξεν.) αρχ. 1. κατασκευάζω μέσα σε κάτι («ἐν τοῑς καπηλείοισι λάκκους ἐμποιεῑν …   Dictionary of Greek

  • ενισπείρω — ἐνισπείρω (Α) επικ. τ. τού ενσπείρω* …   Dictionary of Greek

  • υπενσπείρω — Μ σπέρνω κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐνσπείρω «σπείρω σε κάποιο τόπο»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»