-
1 ενουθετήσαμεν
-
2 ἐνουθετήσαμεν
См. также в других словарях:
ἐνουθετήσαμεν — νουθετέω put in mind aor ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ενουθετήσαμεν
2 ἐνουθετήσαμεν
ἐνουθετήσαμεν — νουθετέω put in mind aor ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)