-
1 ενοσηλεύετο
-
2 ἐνοσηλεύετο
См. также в других словарях:
ἐνοσηλεύετο — νοσηλεύω tend a sick person imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ενοσηλεύετο
2 ἐνοσηλεύετο
ἐνοσηλεύετο — νοσηλεύω tend a sick person imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)