-
1 ενορμήση
ἐνορμάωrush in: aor subj mid 2nd sg (attic ionic)ἐνορμάωrush in: aor subj act 3rd sg (attic ionic)ἐνορμάωrush in: fut ind mid 2nd sg (attic ionic)ἐνορμέωride at anchor in: aor subj mid 2nd sgἐνορμέωride at anchor in: aor subj act 3rd sgἐνορμέωride at anchor in: fut ind mid 2nd sg -
2 ἐνορμήσῃ
ἐνορμάωrush in: aor subj mid 2nd sg (attic ionic)ἐνορμάωrush in: aor subj act 3rd sg (attic ionic)ἐνορμάωrush in: fut ind mid 2nd sg (attic ionic)ἐνορμέωride at anchor in: aor subj mid 2nd sgἐνορμέωride at anchor in: aor subj act 3rd sgἐνορμέωride at anchor in: fut ind mid 2nd sg
См. также в других словарях:
ενόρμηση — η ψυχαναγκασμός, παθολογική τάση για την επιτέλεση διαφόρων πράξεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. γαλλ. impulsion). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
ἐνορμήσῃ — ἐνορμάω rush in aor subj mid 2nd sg (attic ionic) ἐνορμάω rush in aor subj act 3rd sg (attic ionic) ἐνορμάω rush in fut ind mid 2nd sg (attic ionic) ἐνορμέω ride at anchor in aor subj mid 2nd sg ἐνορμέω ride at anchor in aor subj act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναστολή — Ο όρος κυριολεκτικά σημαίνει διακοπή μιας φυσιολογικής δραστηριότητας. (Ιατρ.) Αρχικά, α. χαρακτηριζόταν η ενέργεια που ασκεί ένα νευρικό κέντρο για να ελαττώσει ή να εξαλείψει τα αποτελέσματα της φυσιολογικής δραστηριότητας ενός άλλου νευρικού… … Dictionary of Greek
ενορμητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ενόρμηση 2. αυτός που ενεργεί σύμφωνα με την ενόρμηση … Dictionary of Greek
ορμή — η (ΑΜ ὁρμή) 1. βίαιη και ορμητική κίνηση προς τα εμπρός («η ορμή με την οποία έκανε επίθεση το στράτευμα υπερνίκησε τον εχθρό») 2. (σχετικά με πράγματα ή φυσικά φαινόμενα) ένταση, σφοδρότητα (α. «η ορμή τού ανέμου» β. «θάμνοι πρόρριζοι πίπτουσιν… … Dictionary of Greek
υποκατάσταση — η / ὑποκατάστασις, άσεως, ΝΜΑ [ὑποκαθίστημι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποκαθιστώ, αντικατάσταση, αναπλήρωση νεοελλ. 1. (νομ.) η τοποθέτηση προσώπου ή πράγματος στη θέση άλλου προσώπου ή πράγματος, βάσει τού νόμου ή τής ιδιωτικής βούλησης… … Dictionary of Greek