-
1 ενοικειώσαι
-
2 ἐνοικειῶσαι
См. также в других словарях:
ἐνοικειῶσαι — ἐνοικειόω introduce among aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ενοικειώσαι
2 ἐνοικειῶσαι
ἐνοικειῶσαι — ἐνοικειόω introduce among aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)