Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐνοδίων

См. также в других словарях:

  • ἐνοδίων — ἐνόδιος in fem gen pl ἐνόδιος in masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιδήμια — ἐπιδήμια, τὰ (AM) ευχαριστήρια τελετή κατά την άφιξη ή την επιστροφή σε έναν τόπο, προς τιμή τών Ενοδίων θεών που προστάτευσαν τον ταξιδιώτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δήμια (< δήμος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»