-
1 ενοδίων
-
2 ἐνοδίων
См. также в других словарях:
ἐνοδίων — ἐνόδιος in fem gen pl ἐνόδιος in masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιδήμια — ἐπιδήμια, τὰ (AM) ευχαριστήρια τελετή κατά την άφιξη ή την επιστροφή σε έναν τόπο, προς τιμή τών Ενοδίων θεών που προστάτευσαν τον ταξιδιώτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δήμια (< δήμος)] … Dictionary of Greek