-
1 εννηχομαι
См. также в других словарях:
εννήχομαι — ἐννήχομαι (Α) [νήχομαι] κολυμπώ ή πλέω μέσα σε κάτι το ενεργ. εννήχω μτγν. και μόν. στον Γαλην., με την ίδια σημασία … Dictionary of Greek
1 εννηχομαι
εννήχομαι — ἐννήχομαι (Α) [νήχομαι] κολυμπώ ή πλέω μέσα σε κάτι το ενεργ. εννήχω μτγν. και μόν. στον Γαλην., με την ίδια σημασία … Dictionary of Greek