Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐννοσίγαιος

См. также в других словарях:

  • εννοσίγαιος — ἐννοσίγαιος, ο (επικ. τ. αντὶ ἐνοσίγαιος) (Α) (ως επίθ. τού Ποσειδώνος) αυτός που σείει τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < έν(ν)οσις «κλονισμός» + γαιος < γαία] …   Dictionary of Greek

  • Ἐννοσίγαιος — Earth shaker masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐννοσίγαιος — Earth shaker masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐννοσιγαίου — Ἐννοσίγαιος Earth shaker masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐννοσιγαίου — Ἐννοσίγαιος Earth shaker masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐννοσιγαίῳ — Ἐννοσίγαιος Earth shaker masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐννοσιγαίῳ — Ἐννοσίγαιος Earth shaker masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐννοσίγαιε — Ἐννοσίγαιος Earth shaker masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐννοσίγαιε — Ἐννοσίγαιος Earth shaker masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐννοσίγαιον — Ἐννοσίγαιος Earth shaker masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐννοσίγαιον — Ἐννοσίγαιος Earth shaker masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»