-
1 ἐννοσσεύω
A v. ἐννεοσσεύω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐννοσσεύω
-
2 ἐννοσσεύω
V 0-0-1-1-0=2 Jer 22,23; Ps 103(104),17 -
3 νοσσεύω
V 0-0-3-2-1=6 Is 34,15; Jer 31(48),28; Ez 31,6; DnLXX 4,12.21(18)to nest Is 34,15; to build a nest Ez 31,6; to construct [τι] (metaph.) Sir 1,15 Cf. WALTERS 1973, 80(→ἐννοσσεύω,,) -
4 ἐννεοσσεύω
A make a nest in a place, : metaph., Pl.Lg. 949c; as etym. of νόσος, Anon.Lond.3.22:—[voice] Med., D.S.5.43.II c.acc., hatch as in a nest,ἔρωτα Pl.Alc.1.135e
;παιδείας ψυχαῖς Them.Or.24.307d
:—[voice] Pass., to be hatched, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐννεοσσεύω
См. также в других словарях:
εννοσσεύω — ἐννοσσεύω (AM) μτγ. τ. αντί εννεοσσεύω … Dictionary of Greek
εννόσσευσις — ἐννόσσευσις, η (Μ) [εννοσσεύω] η ενέργεια τού εννοσσεύω, η κατασκευή φωλιάς … Dictionary of Greek
εννεοσσεύω — ἐννεοσσεύω και ἐννοσσεύω, αττ. τ. ἐννεοττεύω (AM) [νεοσσεύω] 1. (για πουλιά) κάθομαι σαν κλώσσα πάνω στα αβγά, κλωσσώ, επωάζω 2. (με αιτ.) μτφ. επωάζω, εκτρέφω («παρὰ σοὶ ἐννεοττεύσας ἔρωτα ὑπόπτερον» αφού εξέτρεφε [ανέπτυσσε] κοντά σου φτερωτό… … Dictionary of Greek
ԱՄՐԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 1 0075 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c չ. ὁχυρόομαι munior, firmor, circumsepior, circumvallor Ամո՛ւր լինել. ամրութիւն զգենուլ. զինիլ. պնդիլ. զգուշանալ. պատիլ. յապահովիլ. ամըրնալ, պատրաստուիլ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)