-
1 εννοείται
ἐννοέωhave in one's thoughts: pres ind mp 3rd sg (attic epic)ἐννοέωhave in one's thoughts: pres ind mp 3rd sg (attic epic) -
2 ἐννοεῖται
ἐννοέωhave in one's thoughts: pres ind mp 3rd sg (attic epic)ἐννοέωhave in one's thoughts: pres ind mp 3rd sg (attic epic) -
3 εννοείται
cе разбираГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > εννοείται
-
4 εννοείται
kendiliğinden anlaşıldığı gibi -
5 разумеется
разумеется εννοείται* само собой \разумеется είναι αυτονόητο* * *само́ собо́й разуме́ется — είναι αυτονόητο
-
6 смысл
смысл м 1) η έννοια, το νόημα· η σημασία (значение)' здравый \смысл η λογική* в буквальном \смысле κυριολεχτικά* в каком \смысле? τι εννοείται; 2) (основание) о λόγος, το νόημα* имеет -\смысл... αξίζει να...· в этом нет \смысла δεν έχει κανένα νόημα ◇ в широком \смысле слова με την πλατιά έννοια* * *м1) η έννοια, το νόημα; η σημασία ( значение)здра́вый смысл — η λογική
в буква́льном смысле — κυριολεχτικά
в како́м смысле? — τι εννοείται
2) ( основание) ο λόγος, το νόημαиме́ет смысл... — αξίζει να…
в э́том нет смысла — δεν έχει κανένα νόημα
••в широ́ком смысле сло́ва — με την πλατιά έννοια
-
7 ясно
ясно1. нареч (отчетливо) καθαρά, εὐκρινώς, σαφώς:\ясно выраженный εὐκρι-νής, σαφής· \ясно ви́деть βλέπω καθαρά· \ясно представлять ἔχω ξεκάθαρη ἀντίληψη· \ясно говорить μιλώ καθαρά· коротко и \ясно καθαρά καί ξάστερα, ὁρθά κοφτά·2. предик безл (понятно):\ясно, что εἶναι φανερό, ἐννοείται· \ясно без слов αὐτό ἐννοείται, αὐτό ἐξυπακούεται· \ясно, как день εἶναι φως φανερό·3. предик безл (о погоде) ὁ καιρός εἶναι αίθριος·4. утвердит, частица (в смысле «конечно») разг ἀσφαλώς, βεβαίως, βέβαια -
8 εννοείθ'
ἐννοεῖτο, ἐννοέωhave in one's thoughts: pres opt mp 3rd sg (epic ionic)ἐννοεῖτο, ἐννοέωhave in one's thoughts: pres opt mp 3rd sg (epic ionic)ἐννοεῖτε, ἐννοέωhave in one's thoughts: pres imperat act 2nd pl (attic epic)ἐννοεῖτε, ἐννοέωhave in one's thoughts: pres opt act 2nd plἐννοεῖτε, ἐννοέωhave in one's thoughts: pres ind act 2nd pl (attic epic)ἐννοεῖτε, ἐννοέωhave in one's thoughts: pres imperat act 2nd pl (attic epic)ἐννοεῖτε, ἐννοέωhave in one's thoughts: pres opt act 2nd plἐννοεῖτε, ἐννοέωhave in one's thoughts: pres ind act 2nd pl (attic epic)ἐννοεῖται, ἐννοέωhave in one's thoughts: pres ind mp 3rd sg (attic epic)ἐννοεῖται, ἐννοέωhave in one's thoughts: pres ind mp 3rd sg (attic epic)ἐννοεῖτο, ἐννοέωhave in one's thoughts: imperf ind mp 3rd sg (attic epic)ἐννοεῖτο, ἐννοέωhave in one's thoughts: imperf ind mp 3rd sg (attic epic)ἐννοεῖτε, ἐννοέωhave in one's thoughts: imperf ind act 2nd pl (attic epic)ἐννοεῖτε, ἐννοέωhave in one's thoughts: imperf ind act 2nd pl (attic epic) -
9 ἐννοεῖθ'
ἐννοεῖτο, ἐννοέωhave in one's thoughts: pres opt mp 3rd sg (epic ionic)ἐννοεῖτο, ἐννοέωhave in one's thoughts: pres opt mp 3rd sg (epic ionic)ἐννοεῖτε, ἐννοέωhave in one's thoughts: pres imperat act 2nd pl (attic epic)ἐννοεῖτε, ἐννοέωhave in one's thoughts: pres opt act 2nd plἐννοεῖτε, ἐννοέωhave in one's thoughts: pres ind act 2nd pl (attic epic)ἐννοεῖτε, ἐννοέωhave in one's thoughts: pres imperat act 2nd pl (attic epic)ἐννοεῖτε, ἐννοέωhave in one's thoughts: pres opt act 2nd plἐννοεῖτε, ἐννοέωhave in one's thoughts: pres ind act 2nd pl (attic epic)ἐννοεῖται, ἐννοέωhave in one's thoughts: pres ind mp 3rd sg (attic epic)ἐννοεῖται, ἐννοέωhave in one's thoughts: pres ind mp 3rd sg (attic epic)ἐννοεῖτο, ἐννοέωhave in one's thoughts: imperf ind mp 3rd sg (attic epic)ἐννοεῖτο, ἐννοέωhave in one's thoughts: imperf ind mp 3rd sg (attic epic)ἐννοεῖτε, ἐννοέωhave in one's thoughts: imperf ind act 2nd pl (attic epic)ἐννοεῖτε, ἐννοέωhave in one's thoughts: imperf ind act 2nd pl (attic epic) -
10 разуметь
ρ.σ.1. παλ. καταλαβαίνω, εννοώ•разуметь смысл слова καταλαβαίνω το νόημα της λέξης•
разуметь дело καταλαβαίνω την υπόθεση.
|| γνωρίζω, ξέρω•разуметь по-русски γνωρίζω ρωσικά.
2. υπονοώ, εννοώ, έχω υπόψη• υποσημαίνω•что вы -ете под этим выражением? τι εννοείτε με αυτή την έκφραση;
1. υπονοούμαι, εννοούμαι• υποσημαίνομαι.2. ενκ. 3ο πρόσ. ενστ. разумеется εννοείται•само собою разумеется είναι αυτονόητο, αυθυπακούετε, εννοείται• δε θέλει ρώτημα.
-
11 ну
нумежд и частица разг1. (при побуждении) ἄντε, ἐμπρός:ну, скорей! ἄντε πιό γρήγορα· ну, ну, не бойся! ἔλα μή φοβάσαι· ну́-ка! γιά νά δοῦμε, ἄντε λοιπόν2. (для выражения связи с предшествующим):ну, так что же? κι ἐπειτα;· ну, а теперь καί τώρα· ну как? λοιπόν;·3. (для выражения удивления, негодования и т. п.) τί:ну́ и погода! τί καιρός, τί παληόκαιρος!· да ну? τί λέτε;...· ну, не стыдно ли вам? καί δέν ντρέπεστε;·4. (для выражения согласия, уступки) ε, φυσικά:ну, разумеется, мы пойдем φυσικά, ἐννοείται, (οτι) θά πᾶμε· ну, хорошо λοιπόν ἐν τάξει· ну, ну, не бу́ду καλά, μήν φοβάσαι, καλά δέν θά τό ξανακάνω·5. (в смысле „начать· перед гл.):а он ну кричать καί σάν βάζει τίς φωνές·6. безл груб.:ну тебя! ἄφησέ με ήσυχο!· а ну его! δέν τόν παρατάς!, παράτα τον!· ◊ ну вот... (в повествовании) λοιπόν πού λες... -
12 подавно
подавнонареч разг πολύ περισσότε-ρον/ ἐννοείται (разумеется):он согласен, а я и \подавно αὐτός εἶναι σύμφωνος κι ἐγώ πολύ περισσότερο. -
13 понятио
поняти||о1. нареч κατανοητά·2. вводн. сл. разг φυσικά, βέβαια, ἐννοείται. -
14 разуметься
разуметьсянесов1. (подразумеваться) ὑπονοείται:под этим \разуметьсяется... μ' αὐ-τό ὑπονοείται...· 2.:\разуметьсяется вводн. сл. ἐννοείται/ βεβαιότατα (без сомнения):само́ собой \разуметьсяется εἶναι αὐτονόητο. -
15 сам
саммест. (сама, само, сами)1. (лично) ἐγώ ὁ ἰδιος, αὐτός ὁ ἰδιος:он \сам это сказал αὐτός ὁ ἰδιος τό είπε· я \сам ви́дел τό είδα ὁ ϊδιος·2. (без посторонней помощи) μόνος, μοναχός:он \сам справился с работой μόνος του τήν ἔβγαλε πέρα τή δουλειά·3. (усиливает значение мест, и сущ.) ὁ ἰδιος:\сам отец сказал ὁ ἰδιος ὁ πατέρας τό είπε·4. (хозяин, глава) уст. τό ἀφεντικό·5. (олицетворенный) προσωποποιημένη:он \сам сама доброта εἶναι ἡ καλωσύνη προσωποποιημένη· ◊ \сам не свой σαστισμένος· \самό собой разумеется εἶναι αὐτονόητο, ἐννοείται· \сам по себе (по природе) ἀυτός καθ' ἐαυτός. -
16 εννοώ
(ε) μετ.1) думать, намереваться, собираться; иметь в виду;δεν εννοεί να φύγει — он и не думает уходить;
εννοώ να πάμε μαζύ — я думаю, что мы (с вами) пойдём вместе;
2) понимать, постигать; разбираться (в чём-л.);σάς εννοώ καλώς — я вас хорошо понимаю;
εννοώ αρκετά την ελληνική — я достаточно хорошо понимаю по-гречески;
δεν εννοεί την συμφωνική μουσική — он не понимает симфонической музыки;
3) замечать, чувствовать, ощущать;με την συζήτησιν δεν εννοήσαμεν πότε παρήλθεν η ώρα — за беседой мы не заметили, как пролетело время;
4) хотеть, желать; требовать;εννοει ό,τι πεί να γίνεται — он требует, чтобы всё, что он говорит, было сделано;
εννοώ να φύγεις αμέσως — я хочу, чтобы ты сейчас же ушёл;
5) означить;τί εννοεί αυτή η λέξη; — что означает это слово? εννοούμαι — быть понятным;
μερικά χωρία τού Πινδάρου δεν εννοούνται πλήρως — некоторые места у Пиндара не совсем понятны;
εννοείται! — понятно!, разумеется!, конечно!;
τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται — комментарии излишни;
§ να εννοούμεθα! — чтобы потом не было недоразумений!
-
17 разумеется
[ραζουμέιτσα] εισαγ. λέξ. εννοείται -
18 разумеется
[ραζουμέιτσα] εισαγ. λέξ. εννοείται -
19 вестимо
παρνθ. λ.(παλ. κ. απλ.) εννοείται, είναι αυτονόητο, βέβαια. -
20 давно
επίρ.πριν από πολύ χρόνο, είναι πολύς καιρός που, έχω πολύ καιρό να•так давно ύστερα από τόσο καιρό•
давно ли его не видели? έχετε καιρό να τον ιδήτε;•
это было давно αυτό συνέβηκε πριν πολύ καιρό•
не -так давно δεν ειναι και πολύς καιρός.
εκφρ.давно бы так – εννοείται•надо было) – από καιρό έτσι έπρεπε η χρειαζόταν.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐννοεῖται — ἐννοέω have in one s thoughts pres ind mp 3rd sg (attic epic) ἐννοέω have in one s thoughts pres ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
εννοώ — (AM ἐννοῶ, έω) [νοώ] 1. έχω ή συλλαμβάνω κάτι στον νου, διαλογίζομαι, διανοούμαι, σκέπτομαι 2. καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι πλήρως, σαφώς κάτι (α. «δεν εννοώ τη θεωρία τής σχετικότητας» β. «οὐ γὰρ ἐννοῶ», Σοφ.) 3. (για λέξεις ή φράσεις)… … Dictionary of Greek
γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… … Dictionary of Greek
επίθετο — Μεταβλητό μέρος του λόγου που προσδίδει ιδιότητα ή ποιότητα στο ουσιαστικό. Στα αρχαία ελληνικά και στην καθαρεύουσα, τα ε. είναι τριγενή ή διγενή και ως προς τις καταλήξεις, τρικατάληκτα, δικατάληκτα ή μονοκατάληκτα· στη δημοτική, τα ε. είναι… … Dictionary of Greek
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek
ισλαμικό κίνημα — Γενικός όρος που χρησιμοποιείται για να περιγραφεί η αφύπνιση του Ισλάμ ως πολιτικο θρησκευτικής ιδεολογίας που εκφράζεται είτε ως επιδίωξη εγκαθίδρυσης της ισλαμικής εξουσίας στις χώρες του Ισλάμ είτε ως πλήρης επιστροφή στις απαρχές της… … Dictionary of Greek
ἐννοεῖθ' — ἐννοεῖτο , ἐννοέω have in one s thoughts pres opt mp 3rd sg (epic ionic) ἐννοεῖτο , ἐννοέω have in one s thoughts pres opt mp 3rd sg (epic ionic) ἐννοεῖτε , ἐννοέω have in one s thoughts pres imperat act 2nd pl (attic epic) ἐννοεῖτε , ἐννοέω have … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Jukka Raitala — Nacimiento 15 de septiembre de 1988 (23 años) Kerava, Finlandia … Wikipedia Español
άλις — Μυθολογικό πρόσωπο. Δούλη της Κίρκης, έμπειρη στη μαγεία. Εγκατέλειψε την κυρία της και κατέφυγε σε έναν πύργο της Τυρρηνίας Αλός. Κατά μία εκδοχή την επισκέφθηκε εκεί, γέρος πια, ο Οδυσσέας. Η Α. τον μεταμόρφωσε τότε σε άλογο και με τη μορφή… … Dictionary of Greek
άλοξ — ἄλοξ ( οκος), η (Α) (ομηρικός τύπος σε αιτιατική ενικού που απαντά και σε πληθυντικό ὦλκα, ὦλκας από άχρηστη ονομαστική ὦλξ) 1. το αυλάκι που σχηματίζει το αλέτρι 2. τραύμα που προκαλείται από νυχιά, γρατζούνισμα 3. το αυλάκι που σχηματίζει στη… … Dictionary of Greek