-
1 εννεκροομαι
-
2 ἐννεκρόομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐννεκρόομαι
-
3 ἐννεκρόομαι
ἐν-νεκρόομαι, pass., darin getötet werden, sterben -
4 εννεκρούμεναι
-
5 ἐννεκρούμεναι
-
6 εννεκρούμενοι
-
7 ἐννεκρούμενοι
-
8 εννεκρωθήναι
-
9 ἐννεκρωθῆναι
-
10 εννεκρωθείς
-
11 ἐννεκρωθείς
См. также в других словарях:
ἐννεκρούμεναι — ἐννεκρόομαι die in pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννεκρούμενοι — ἐννεκρόομαι die in pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννεκρωθείς — ἐννεκρόομαι die in aor part mp masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννεκρωθῆναι — ἐννεκρόομαι die in aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)