Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐννεαγράμματον

См. также в других словарях:

  • εννεαγράμματον — ἐννεαγράμματον, το (Μ) λέξη που αποτελείται από εννέα γράμματα …   Dictionary of Greek

  • ἐννεαγράμματον — word of nine letters neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εννέα — και εννιά (AM ἐννέα) άκλ. (απόλ. αριθμτ.) δηλώνει ποσότητα 9 μονάδων νεοελλ. 1. (για χρονολογίες και ημερομηνίες) αντί για το ένατος 2. ως ουσ. το εννέα α) το αριθμητικό σύμβολο τού αριθμού εννέα β) αντικείμενο που έχει την ένατη σειρά ανάμεσα σε …   Dictionary of Greek

  • εννεάγραμμος — ἐννεάγραμμος, ον (Μ) πρβλ. εννεαγράμματον λέξη ή συλλαβή με εννέα γράμματα («ἐννεάγραμμος συλλαβή», Στεφ. π. Χρυσ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»