-
1 εννεάκις
-
2 ἐννεάκις
-
3 ἐννεάκις
-
4 εννεακις
= ἐν(ν)άκις -
5 ἐννεάκις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐννεάκις
-
6 εννεάκις
επίρρ. девять раз -
7 ἐνάκις
A nine times, Od.14.230:—usu.written [full] ἐννάκις in codd.: [full] ἐννεάκις is v.l. in Nicom.Harm.8: also [full] ἐννάκιδ' ἐννέα Μοῦσαι AP14.120.8
; [full] ἐνάκι Iamb. in Nic.p.17P.
См. также в других словарях:
ἐννεάκις — nine times indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εννεάκις — (AM ἐννεάκις, Α και ἐνάκις) [εννέα] επίρρ. εννέα φορές … Dictionary of Greek
εννάκι(ς) — ἐννάκι(ς) και ἐνάκις (Α) εννεάκις* εννέα φορές («ἐννάκι δ ἐννέα Μοῡσαι», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek