-
1 ἐννεάγηρα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐννεάγηρα
-
2 ἐννεα-γήρως
ἐννεα-γήρως, neun Menschenalter lebend, sehr alt; ἐννεάγηρα κορώνη Arat. 1022 ist in ἐννεάνειρα geändert, s. Lab. Phryn. 538 u. paralip. 214.
-
3 ἐννε-άνειρα
ἐννε-άνειρα, Conj. für ἐννεάγηρα Arat. 1022, neun Menschenalter lebend. S. oben.
-
4 ἐννεάνειρα
A v. ἐννεάγηρα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐννεάνειρα
См. также в других словарях:
εννέα — και εννιά (AM ἐννέα) άκλ. (απόλ. αριθμτ.) δηλώνει ποσότητα 9 μονάδων νεοελλ. 1. (για χρονολογίες και ημερομηνίες) αντί για το ένατος 2. ως ουσ. το εννέα α) το αριθμητικό σύμβολο τού αριθμού εννέα β) αντικείμενο που έχει την ένατη σειρά ανάμεσα σε … Dictionary of Greek