1 ενναυπηγεω
(λέγονται τριήρεις ἐν Κορίνθῳ ἐναυπηγηθῆναι Thuc. - v. l. к ναυπηγηθῆναι Thuc.)
Древнегреческо-русский словарь > ενναυπηγεω