-
1 ενκυλινδείσθαι
-
2 ἐνκυλινδεῖσθαι
См. также в других словарях:
ἐνκυλινδεῖσθαι — ἐν κυλινδέω pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ενκυλινδείσθαι
2 ἐνκυλινδεῖσθαι
ἐνκυλινδεῖσθαι — ἐν κυλινδέω pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)