-
1 ἐνιθνήσκω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνιθνήσκω
-
2 ἐν-θνήσκω
ἐν-θνήσκω (s. ϑνήσκω), darin, dabei sterben; χϑονὸς λαχεῖν τοσοῠτον, ἐνϑανεῖν μόνον, nur so viel Land, darauf zu sterben, Soph. O. C. 794; σῇ χειρί, in deinen Armen, Eur. Heracl. 560; übertr., ὥστ' ἐνϑανεῖν γε σοῖς πέπλοισι χεῖρ' ἐμήν Hec. 246, daß die Hand erstarrte; sp. D.; Nic. Th. 816 in p. Form ἐνιϑνήσκω. – Seltener in Prosa, wie Lys. 15, 16.
См. также в других словарях:
ενί — (I) ἐνί και με αναστροφή ἔνι (Α) ποιητ. τ. αντί ἐν*. Ως α συνθετικό με πολλά ρήματα, όπως π.χ. ενιβάλλω, ενιβλάπτω, ενιδρομώ, ενιζεύγνυμι, ενιθνήσκω, ενιπάλλομαι, ενιπίμπλημι κ.λπ., τα οποία είναι ποιητ. τ. αντί εμβάλλω, εμβλάπτω, ενδρομώ,… … Dictionary of Greek
ενθνήσκω — ἐνθνήσκω και ποιητ. τ. ἐνιθνήσκω (Α) [θνήσκω] 1. πεθαίνω σ έναν τόπο, πεθαίνω μέσα ή πάνω σε κάτι («σῇ γὰρ ἐνθανεῑν χερὶ θέλω» θέλω να πεθάνω στα χέρια σου, Ευρ.) 2. νεκρώνομαι μέσα σε κάτι, ναρκώνομαι (ἐνθανεῑν γε σοῑς πέπλοισι χεῑρ ἐμήν», Ευρ.) … Dictionary of Greek