-
1 ενισχύω
ἐνισχύ̱ω, ἐν-ἰσχύωto be strong: pres subj act 1st sgἐνισχύ̱ω, ἐν-ἰσχύωto be strong: pres ind act 1st sg -
2 ἐνισχύω
ἐνισχύ̱ω, ἐν-ἰσχύωto be strong: pres subj act 1st sgἐνισχύ̱ω, ἐν-ἰσχύωto be strong: pres ind act 1st sg -
3 ἐνισχύω
II intr., prevail in or among,ἐν ταῖς πόλεσι ἐνισχύει τὰ νόμιμα Arist.EN 1180b4
: abs., Id.PA 653a31 al.;τοῦτ' ἐνισχύειν ἑκάστῳ Thphr.Sens. 63
, cf. 67;παρά τισιν ἐ. ἐν παροιμίας μέρει D.S.20.58
; ἐνίσχυσεν ὡς.. the opinion prevailed that.., Id.5.57.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνισχύω
-
4 ἐνισχύω
ἐνισχύω fut. ἐνισχύσω LXX; 1 aor. ἐνίσχυσα, pass. ἐνισχύθην① intr. (Aristot., Theophr., Diod S 18, 61, 3, LXX; PMerton 12, 10 [58 A.D.]; TestJob 47:7) to recover from loss of strength, grow strong, regain one’s strength (cp. Epict. 3, 24, 108; Gen 48:2; TestJob, TestSim; ApcMos 10) ἐνίσχυσεν Ac 9:19 (v.l. ἐνισχύθη). Cp. 19:20 D.② trans. (Hippocr. et al. [Hobart 81]; 2 Km 22:40; Sir 50:4; PsSol 16:12f; TestSol 26:8 H [without obj.]; TestDan 6:5; Jos. Ant. 7, 269), to cause to recover from loss of strength, strengthen τινά Lk 22:43; B 14:7 (Is 42:6). τὶ urge someth. insistently MPol 17:2.—DELG s.v. ἰσχύς. M-M. -
5 ἐνισχύω
+ V 8-22-14-12-8=64 Gn 12,10; 32,29; 33,14; 43,1; 47,4to strengthen, to confirm [τινα] Jgs 3,12; to prevail on or among [ἐπί τινος] Gn 12,10; to be strong Sir 48,22*JgsA 5,11 ἐνίσχυσαν they prevailed-פרזו for MT ו/פרזנ his peasantry; *Jer 6,1 ἐνισχύσατε strenghten yourselves -העזו עזז for MT-העזו עוז bring into safety; *Hos 10,11 ἐνισχύσει he will prevail -דדשׁי for MT דדשׂי he will harrowCf. WALTERS 1972, 128 -
6 ενισχύω
1) amplify2) back3) boost4) strengthenΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ενισχύω
-
7 ἰσχύω
+ V 13-23-24-16-30=106 Gn 31,29; Ex 1,9.12.20; Lv 5,7to be strong Ex 1,9; to have power over, to prevail against [ἐπί τινα] Est 4,17z; id. [πρός τινα] Ps 12(13),5; to be able to [τι] Wis 16,20; to condense [τι] Sir 43,15; to have power to, to be able to [+inf.] Gn 31,29; οἱ ἰσχύοντες the mighty men Is 1,24Cf. LARCHER 1985 925(Wis 16,20); WEVERS 1990, 4; →NIDNTT; TWNT(→ἐνἰσχύω, ἐπἰσχύω, κατ-, συνεπ-, ὑπερἰσχύω,,)
См. также в других словарях:
ενισχύω — ενισχύω, ενίσχυσα βλ. πίν. 5 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ενισχύω — (AM ἐνισχύω) [ισχύω] δυναμώνω, βοηθώ, ισχυροποιώ, ανακουφίζω («τόν ενίσχυσε χρηματικά») αρχ. 1. (αμτβ.) υπερισχύω, επικρατώ, γίνομαι ισχυρότερος («ἐν ταῑς πόλεσι ἐνισχύει τὰ νόμιμα καὶ τὰ ἤθη», Αριστοτ.) 2. (απολ.) ισχύω, κρατώ 3. αποκτώ δυνάμεις … Dictionary of Greek
ενισχύω — ενίσχυσα, ενισχύθηκα, ενισχυμένος, μτβ., συντελώ στο να γίνει κάποιος ισχυρότερος, τον δυναμώνω, βοηθώ, συντρέχω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐνισχύω — ἐνισχύ̱ω , ἐν ἰσχύω to be strong pres subj act 1st sg ἐνισχύ̱ω , ἐν ἰσχύω to be strong pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπιρρώννυμι — Α ενισχύω επίσης, ενισχύω ακόμη περισσότερο («προσεπέρρωσε τὴν ὁρμὴν ὁ Μιθριδάτου θάνατος», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιρρώννυμι «ενισχύω, ενδυναμώνω»] … Dictionary of Greek
δυναμώνω — (AM δυναμῶ, όω) [δύναμις] 1. δίνω δύναμη, ενισχύω, ισχυροποιώ, τονώνω 2. αποκτώ δυνάμεις, τονώνομαι μσν. νεοελλ. 1. ενθαρρύνω κάποιον 2. ενισχύω, εξοπλίζω 3. (για τόπο) οχυρώνω μσν. 1. σκληραίνω κάτι 2. επιδοκιμάζω, επικροτώ 3. (με την προθ. εις) … Dictionary of Greek
επισχύω — (Α ἐπισχύω) [ισχύω] νεοελλ. ναυτ. ενισχύω τα πλοία που καταδιώκουν τον εχθρό αποσπώντας μονάδες από την κύρια ναυτική δύναμη αρχ. 1. ενισχύω, δίνω δύναμη («καὶ φίλους ἐπωφελεῑν καὶ πόλιν ἐπισχύειν», Ξεν.) 2. (αμτβ.) είμαι, γίνομαι ισχυρός,… … Dictionary of Greek
συνεπισχύω — Α 1. ενισχύω κάποιον σε συνεργασία με κάποιον άλλο 2. ιατρ. συντελώ («συνεπισχύειν πρὸς [τὸν] τοῡ κάμνοντος κίνδυνον», Γαλ.) 3. αστρολ. (για πλανήτες) συνδυάζω ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπισχύω «ενισχύω, δυναμώνω»] … Dictionary of Greek
υποκρατύνω — Α υποστηρίζω, ενισχύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κρατύνω «ενισχύω»] … Dictionary of Greek
χαλυβδώνω — και χαλυβώνω Ν 1. μεταβάλλω τον σίδηρο σε χάλυβα 2. ενισχύω μεταλλικό αντικείμενο με χάλυβα 3. μτφ. δυναμώνω, ενισχύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυβας. Ο τ. χαλυβδώνω, κατ επίδραση τού μόλυβδος. Η λ., στον λόγιο τ. χαλυβῶ, μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ … Dictionary of Greek
αγαντάρω — 1. πιάνομαι γερά από κάτι 2. συλλαμβάνω 3. βοηθώ, ενισχύω κάτι 4. υπομένω, αντέχω 5. (προστ.) αγάντα α) πιάσε, κράτησε, στήριξε β) άντεχε, υπόμενε, βάστα γ) επίρρ. εμπρός με όλη τη δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. agguantare (= συλλαμβάνω). ΠΑΡ. το… … Dictionary of Greek